Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Η 3η πατρίδα μου (μέρος 4ο)

Άρωμα καπνού


Στην
προσχολική μου ηλικία και μέχρι τα εννιά
μου χρόνια, για τρεις συνεχόμενες χρονιές
βάζαμε και εμείς καπνό όπως όλες σχεδόν
οι οικογένειες στον Κολινδρό. Για μια
οικογένεια που πάντα είχε τον τρόπο της
και ξαφνικά έμεινε χωρίς άλλους πόρους,
δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ετσι κάθε χρόνο το
καλοκαίρι θυμάμαι, ο μπαμπάς μου με τη
βοήθεια του θείου μου, φτιάχναν ένα σπιτάκι από ξύλα στη μέση ενός χωραφιού και μέναμε εκεί για μερικούς μήνες του
καλοκαιριού. Η στέγη ήταν από λαμαρίνες
και οι τρύπες που υπήρχαν βούλωναν με
μιλούρα (η μαυρίλα που άφηνε ο καπνός
στα χέρια)। Η επίπλωση ήταν δύο
αυτοσχέδια ξύλινα κρεββάτια
όπου κοιμόμασταν τα τέσσερα αδέλφια
και η μαμά μας, και ενα αλουμινένιο
ντιβάνι, σχεδόν στην είσοδο της καλύβας
όπου κοιμόταν ο μπαμπάς. Να σας πω την
αλήθεια δεν θυμάμαι που ακριβώς κοιμόταν
η μαμά, ποτέ δεν προέβλεπε για τον εαυτό
της τίποτα. Πρώτα όλοι οι άλλοι. Ασε που
δεν βλέπαμε καν αν είχε χρόνο να κοιμηθεί.
Από σκεύη, τα μόνα που θυμάμαι είναι
ένα γυάλινο μπουκάλι που πήγαινα εγώ
να το γεμίσω κάθε λίγο στην κοντινή πηγή
και μερικά εμαγιέ κατσαρόλια (σαν τις
σημερινές κούπες) για να πίνουμε νερό.
Τα σκεύη της κουζίνας και ο καθημερινός
αγώνας με αυτά, ήταν δουλειά της μαμάς
που τα φρόντιζε και τα προστάτευε από
σκόνη και απ τα ζωηρά παιδιά της, γι αυτό
και δεν θυμάμαι τίποτα από αυτά.. Ημουν
η πιο μικρή και χαϊδεμένη και δεν δούλεψα
ποτέ. Τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, στην
εφηβεία. Και είχαν το μεγαλύτερο όγκο
της δουλειάς. Καρύκια (φυτώρια), φυτεία,
πότισμα, σπάσιμο, μπούρλιασμα (πέρασμα
με βελόνες σε ράμματα), άπλωμα στον ήλιο
και στο τέλος του καλοκαιριού ερχόταν
μια μηχανή να κάνει το καπνό δέματα.


Λιάστρες που ακόμα και τώρα χρησιμοποιούνται από καπνοκαλλλιεργητές

(Παλιά φωτογραφία από το Μαγικό Ξάνθης)

Εκεί στο χωράφι λοιπόν γινόταν όλα, με ότι μέσα
διαθέτανε. Και θα πρέπει να ήταν πάρα
πολύ δύσκολο αν σκεφτούμε οτι το σπίτι
μας, ήταν κλασσικό μακεδονίτικο αρχοντικό,
δυόροφο με δέκα δωμάτια μοιρασμένα σε
δυο οικογένειες.

Και
από εισόδημα; όταν πουλούσαν το καπνό,
και αν ο εκτιμητής δεν το έβγαζε εν τω
μεταξύ σκάρτο, και πέρνανε κάποιο ποσό,
με το ζόρι έφτανε να καλύψει τα βερεσέδια
όλου του χρόνου, και να αγοράσει η μαμά
λίγα μέτρα έτοιμη δαντελένια κουρτίνα
που μόλις τότε βγήκε, και ότι άλλο
χρειαζόταν για να μας έχει εμάς άψογα!

Εκείνα
τα χρόνια προσπαθούσαμε τα εξασφαλίσουμε
διάφορα κουτιά από τσιγάρα. Το πάνω
μέρος τους το χρησιμοποιούσαμε για να
παίζουμε ένα παιχνίδι με κάρτες, και
την ανάποδη του σκληρού κουτιού, για να
σχεδιάζουμε, να κάνουμε τρύπες με την
καρφίτσα σε απόσταση 2 χιλιοστών περίπου
και να κεντάμε μετά περνώντας το βελόνι
απ’ αυτές τις τρύπες. Τα πιο σπάνια κουτιά
ήταν από τσιγάρα ΔΗΛΟΣ και Sante
που μας γοήτευε με την απελευθερωμένη
γυναίκα που εικονιζόταν σε αυτό

…και
ήρθε το 1961 και με την τεράστια εσωτερική
μετανάστευση πήγαμε στη Θεσσαλονίκη.
Αλλά τα καπνά δεν τα ξεχνούσα. Καθημερινά
άκουγα τη μαμά μας να λέει πόσο δύσκολα
ήταν.

Αλλά
και όποτε περνούσα απ’ την οδό Βασ.
Ηρακλείου, ένα μείγμα μυρωδιάς καπνού
και σοκολάτας έμενε στα ρουθούνια μου
για μέρες. Ήταν εκεί ένα καπνομάγαζο
και απέναντι το εργοστάσιο του Φλόκα…

Και στο σπίτι,
ο μπαμπάς να συμβουλεύει τα αγόρια να
μην καπνίσουν τουλάχιστον ώσπου να πάνε
στρατιώτες, και τελικά δεν κάπνισαν
ποτέ. Αλλά εμάς τα κορίτσια δεν μας
συμβούλεψε ποτέ, γι αυτό καπνίζαμε. Και
όταν καμιά φορά ερχόταν απ’ τη δουλειά
και του μύριζε το δικό μας τσιγάρο, μας
έλεγε "γιατί δεν ανοίγεται κανένα παράθυρο
να μην το καταλάβω;"

Είχαμε
και το πειραχτήρι τον ξάδελφό μας, φοιτητής τότε, που
καμιά φορά με έστελνε με μία δραχμή στο
περίπτερο και του αγόραζα 4 τσιγάρα
χύμα. Και άλλες φορές μας κερνούσε
τσιγάρο, και μετά έσερνε τα πόδια να
νομίζουμε οτι έρχεται η γιαγιά και το
σβήναμε άρον άρον…

…και
ήρθε το 1977, άνοιξα τα φτερά μου και πήγα
να δουλέψω στο καινούριο τότε Δημοκρίτειο
Πανεπιστήμιο, στην Ξάνθη.

Την
πρώτη μέρα που ήρθα γινόταν τα εγκαίνια
του Λαογραφικού Μουσείου της ΦΕΞ
(Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης).


Εκεί
είδα μερικά έργα τέχνης φτιαγμένα από
πολύ μικρά φύλλα καπνού και κάποιες
αναφορές στην ιστορία του. Εχουν γραφτεί
πολλά σχετικά βιβλία για την ιστορία
του καπνού σε Ξάνθη και Καβάλα. Ολη η
πρωτοπορία που εργατικού κινήματος
ήταν καπνεργάτες. Μα αλίμονο, κανένας
σεβασμός σ αυτήν την ιστορία. Στην Ξάνθη
όταν ήρθα, μία περιοχή ήταν όλο τεράστια
κτίρια πρώην καπνομάγαζα – καπναποθήκες,
στο κέντρο σχεδόν της πόλης.



Και
κολλητά σε αυτά ωραιότατα σπίτια,
φτιαγμένα με απίστευτο μεράκι.

Τα
πιο πολλά έμειναν έτσι στο έλεος του
χρόνου, και της “ιδιωτικής πρωτοβουλίας”
διαλύθηκαν ή κάηκαν. Πολλά χάσκουν με
τα τζάμια σπασμένα και τους ισόγειους
χώρους σκουπιδότοπους. Μερικά όμως
σώθηκαν όπως αυτά που στεγάζουν την
Ακαδημία Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης

την
Υπερνομαρχία, και το ΚΑΠΗ
του Δήμου Ξανθης


Κάτι
άλλο που θυμάμαι επίσης, είναι κάποια
καλοκαιρινά βράδια, όταν μετά από
ολονύκτιες συζητήσεις στην πλατεία της
Ξάνθης, αποφασίζαμε να πάμε για ύπνο.
Μόλις κάπως δρόσιζε, θυμόμασταν ότι
στις επτά έπρεπε να ξυπνήσουμε για να
πάμε στη δουλειά, και επομένως να
κοιμηθούμε. Τότε στην απόλυτη ησυχία
της μικρής μας πόλης, ακουγόταν κάποια
κάρα, με ολόκληρες οικογένειες επάνω, που πηγαίναν για
σπάσιμο καπνού.

Η
μυρωδιά του καπνού μου έρχεται στα
ρουθούνια και τώρα ακόμα πολλά βράδια
του καλοκαιριού. Στο χωριό που μένουμε
το καλοκαίρι, κοντά στο σπιτάκι μας,
καλλιεργούν καπνό και τα βράδια οταν
έχει ζέστη, υγρασία και νοτιά, το άρωμα
του φρέσκου καπνού μπαίνει απ το παράθυρό
μου, μαζί με το τραγούδι του γρύλου, και
μου ξυπνάει παιδικές μνήμες.

Στην Ξάνθη, στο βουνό και στον κάμπο, εξακολουθούν να καλλιεργούν καπνά. Στο βουνό οι πομάκοι, και στον κάμπο οι τούρκοι, τα δουλεύουν μόνοι τους. Ομως στον κάμπο επίσης κάθε καλοκαίρι κατασκηνώνουν οικογένειες τσιγγάνων και αναλαμβάνουν τη δουλεία, στα καπνοχώραφα αυτών που διαθέτουν πολλά στρέματα. Εδώ υπάρχει το συνεταιριστικό εργοστάσιο ΣΕΚΑΠ που απορροφά όλη τη σοδειά, αλλά από όσο ξέρω έχει μόνιμο πρόβλημα επιβίωσης….

Λένε
οτι κ
άποιο
μυστήριο υπάρχει στα καπνοτόπια. Ο
συνδυασμός των κλιματολογικών αλλαγών,
ήλιου και υγρασίας, το φτωχό χώμα, οι
εργασίες της μεγάλης υπομονής και
επιμέλειας των καπνοπαραγωγών, η αργή
ζύμωση δίνουν την ευγενέστερη, την πιο
υγιεινή ποικιλία, τις μικρόφυλλες
γευστικές και αρωματικές ποικιλίες.
Από
αυτά τα ανατολικά

καπνά ο καπνός της Μακεδονίας και της
Ξάνθης (ιδιαίτερα της Χρύσας και της
Μορσίνης)
υπερείχε
πάντα.

Την
μυρωδιά λοιπόν του φρέσκου αλλά και του
αποξηραμένου καπνού όποτε την συναντήσω
την αναπνέω με απόλαυση, συνοδεύει τη
ζωή μου εδώ και πενήντα σχεδόν χρόνια…όμως δεν καπνίζω εδώ και 32 χρόνια και την καπνίλα που έχει εμποτίσει
τα σπίτια, τα ρούχα, τα βιβλία, τα μαλλιά
των νέων ανθρώπων… δεν την αντέχω :-)

18 σχόλια:

  1. Δεν αντέχω να διαβάσω τέτοια ώρα γιατί θέλω να περπατήσω κι εγώ μαζί σου. Να γνωρίσω τον τόπο σου ξεκούραστα.
    Καληνύχτα σας και αύριο τα λέμε αγκαζέ.

    Καλημέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τομοι ολόκληροι δε χωράνε για να περιγράψουν εκεινα τα άθλια καλοκαιρια στην καλύβα....
    Τρία κρεβατια;;;;Μπράβο!!!Εμεις ένα για εφτά άτομα!!!
    Το μόνο καλο εκεινης της εποχής ήταν η Δουπόντσα,πανέμορφος τόπος,ακόμα τη λατρεύω...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Γεια σου ξενύχτησα Θαλασσένια. Ακολουθείς πρόγραμμα νεολαίας βλέπω. Εγω αράζω στις 8, με δυο ώρες υπολογιστή και μία ώρα το πολύ διάβασμα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Δουπόντσα; που ήταν Vad? Εμείς σε κάποιο χωράφι πριν την Καστανιά, είχαμε και ένα σκάμμα με άμμο. Πως και γιατί βρέθηκε δεν το σκέφτηκα ποτέ. Εκεί παίζαμε με τον Μανώλη τον Πιπιλίκα που είναι στην ηλικία σου και μια φορά μου πέταξε άμμο στα μάτια. Αλλά μ αγαπούσε χα χα και οι αδελφές του. Και η θεία η Ευδοξία όταν ερχόμουν απ τη Θεσσαλονικη στην θεία μου τη Σταυρούλα, με φώναζε να μου δώσει γάλα απ την αγελάδα που μου άρεζε. Πήρα φόρα πάλι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Kαλά,εσύ ησουν αστή κολινδρινή :),γι αυτο δεν ηξερες τη Δουπόντσα(Τοπόνιτσα),παρακατω απ'το ξωκκλησι των Αγιων Αποστόλων,ενας τόπος πανεμορφος...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Αυτός ου γειτουνασμ ου τσιαβελς ήταν πουλύ κατσκουδιαρκου απου μκρός ...... χρόνια μιτά απου ισιένα πάντους η θεια η Ευδοξία κι τα κουριτσιατς μη προσκαλνούσαν για τσουκουλατάκια κι τα σχετικά . Δεν αλλάζει ο άνθρωπος πάντως ,πέρυσι έψαχνα την κόρη μου το μεσημέρι και καπια στιγμή την ανακάλυψα εκεί να παίζει ανέμελη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. tsaknakatki!!!
    κι γω του Τζιαβέλ θμήθκα, όχ μόνου του Μανώλ.
    Τζιαβέλι έλιγαν ένα γαζιόλ' που είχι η θείους η Πάτρουκλους.
    Οποιουν μι θυμάτι δώσει τα δέουντα, απ την Αθηνούλα τ' Κυριάκ πες. Τσ' Πουλυτίμης!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Vad σιγά να μην ξιέρου του ξουκλίσσ...
    ήξιρα τ΄Παπακαλίμ τη βρύση που έβαζι καπνό η θείουζ μ' και τ' Χαλκιά του μπγάδ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Σα δεν αντρέπισι,να μη θ΄μάσι τα ξουκκλήσια:),ιδγιέτα ....
    http://apouro.blogspot.com/2009/12/blog-post_04.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Καλέ Αμάντα, τι ανάρτηση είναι αυτή πάλι?
    Θα μας τρελάνεις.
    Το κοριτσάκι στη λιάστρα εσύ είσαι?
    Κι όμως, αν και η ζωή ήταν δύσκολη τότε,
    παράπονο και γκρίνια, δεν υπήρχε,και ποιός τα σήκωνε τέτοια καμώματα.
    Κι εγώ μόνο το ξωκκλίση της Αγίας Άννας θυμάμαι,
    και του Αγίου Αθανασίου, που το έβλεπα απέναντη
    από το σχολείο μου.
    Ευχαριστούμε τον VAD που μας δείχνει τα ξωκκλίσια...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Frezia η φωτογραφία είναι πιο πρόσφατη (γραφει σχετικά). Σιγά να μην βγαίναμε εμείς φωτογραφία με τις λιάστρες. Την έβαλα για να δουν οι νεώτεροι πως στεγνώνανε το καπνό.
    Δεν υπήρχαν γκρίνιες, δεν μαλώναμε σαν αδέλφια ούτε για τα παιχνίδια και ας ήταν ελάχιστα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Vad ναι τα είχα δει βέβαια στην ανάρτησή σου, αλλά όταν ήμουν στον Κολινδρο μόνο την Αγ Αννα ήξερα, α! και το μετόχι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. ti egine re patrides ki toy mitoxi ksoyklis ?
    ta xiritismata pes oti tadoysa amanta

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. Αμάντα, το μετόχι είναι (Μετόχι)όχι ξωκκλίσι.
    Οπως λέμε,το ξωκκλίσι της Αγίας Αννας,έτσι λέμε
    το μετόχι της Παναγίας.
    Καλά σου λέει και ο tsaknakatkoys

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. Εντάξει βρε χωριανοί, στα θρησκευτικά, με το ζόρι έπιανα τη βάση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. Μέχρι εδώ έφτασε η μυρωδιά του φρέσκου καπνού έτσι όπως τα περιγράφεις και ας μην έχω δει ποτέ.
    Η κουμπάρα μου και γειτόνισσα από την Πρώτη Σερρών, μου έχει πει για τις δυσκολίες του καπνού. Ένα καλοκαίρι που βρεθήκαμε εκεί, με πήγε σε ένα γείτονα και είδα το μπούρλιασμα.
    Τι να σκεφτεί κανείς, την τυραννία των καπνοπαραγωγών, την εκμετάλευση των εμπόρων, τις συνθήκες διαβίωσης;
    Δύσκολα χρόνια που οδήγησαν τον κόσμο στην αναζήτηση του καλύτερου.
    Τώρα δυστυχώς αναζητούμε το περισσότερο.
    Λυπάμαι για τα κτίρια που καταρρέουν και θα μπορούσαν να είναι κέντρα πολιτισμού και επιμόρφωσης. Δείγματα μιας ιδιαίτερης αρχιτεκτνονικής που δεν υπάρχει πια.
    Μου αρέσουν οι αναφορές στα παλιά.
    Με ευχαρίστηση θα συνεχίσω να διαβάζω.

    Καλό απόγευμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  17. Τι ωραία η αφήγησή σου Αμάντα. Μπράβο!
    Γράφεις για πράγματα που δεν τα έχω ακούσει, ούτε τα έχω γνωρίσει, γιατί εδώ στην νοτιότερη Ελλάδα άλλα ήταν τα προβλήματα και ο τρόπος ζωής. Δεν έχω έρθει προς τα εκεί και πολύ θα το ήθελα κάποια στιγμή...

    Σε φιλώ. Καλές γιορτές.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  18. Γεια σας Θαλασσένια και alla logia
    Οσα κτίρια γλύτωσαν και εχουν διορθωθεί ειναι πανέμορφα, αλλα λίγα. Ευτυχώς εχει διασωθεί το παλιό τμήμα της πόλης. Μεγάλη ιστορία και αυτή, παίχτηκαν πολλά συμφέροντα, με αγώνες ο πολιτιστικος σύλλογος κατάφερε να μπουν καποιες προδιαγραφές για τα καινουρια σπίτια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή