Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Είστε καλεσμένοι σε γάμο,

σε
Κολινδρινό γάμο!



"Αθηνούουουλα...
τρέξε, περνάνε τη προίκα!"
Φυσικά θα
έτρεχα από μόνη μου μόλις θα άκουγα το
ακορντεόν. Είναι η μαμά μου που με
παίρνει αγκαλιά και με ανεβάζει στο
περβάζι του παραθύρου, μισό μέτρο φαρδύ,
πρώτο θεωρείο. Πρώτα άκουσα τη μουσική
και μετά είδα τον ακορντεονίστα να
προχωράει αργά αργά και να παίζει. Ήταν
επιβλητικό, σε μια μικρούλα πόλη, που
δεν υπήρχε κανένας ήχος, ούτε αυτοκίνητα,
ούτε τηλεοράσεις, ούτε καν κότα ακουγόταν,
παρά μόνον η μουσική! Και ακολουθούσαν
παιδάκια, κρατώντας αγκαλιά από ένα
μαξιλάρι, του καναπέ, του ύπνου, της
φιγούρας, όλα γεμισμένα με βαμβάκι,




μετά
έφηβοι με ριγμένα στους ώμους τους
εργόχειρα




όπως
τραπεζομάντιλα

κρεβατόγυρους, ή
κρατώντας κάδρα κεντημένα με ευχές,
κ.α.


και το κάδρο που βλέπαμε στα πιο πολλά σπίτια, τον Φρίξο με την Έλλη!


Ακολουθούσαν
οι άντρες
που κουβαλούσαν
τα πιο βαριά πράγματα,
παπλώματα,
κουβέρτες πλεκτές, κουρελούδες,
χράμια
, φλοκάτες, προκόβες (βελέντσες
χωρίς φλόκια)

όλα φυσικά πλεγμένα
ή υφασμένα στο χέρι, και μετά
ακολουθούσαν τα χαλκώματα,
καζάνι, ταψί,
κατσαρόλες, γκιούμια.



Το
καζάνι το κρατούσαν δυο άντρες,
και
πίσω του ερχόταν, ένας
που κρατούσε ψηλά μια κότα και ένας με
μια γλάστρα. Και στο τέλος, δυο δυνατοί
άντρες, με καρφιτσωμένο στον
ώμο
ένα μαντήλι,
κουβαλούσαν ένα βαρύ μπαούλο! Μερικές
γυναίκες βγήκαν
στο
δρόμο και λέγανε
στα παιδι
ά με τα
μαξιλάρια και τα κεντήματα,
γυρίστε από
δω να δω το
σχέδιο”...

Α!
Τα σχέδια μεγάλη υπόθεση. Έπρεπε
εκτός από
την ομορφιά τ
ους, να
είναι και πρωτότυπα, και
για τον λόγο
αυτ
ό προσπαθούσαν οι
κοπέλες να τα κεντάνε κρυφά,
έτσι γινόταν τα περίφημα νυχτέρια!
Και για αυτήν την πλούσια προίκα, που
καμιά κοπέλα δεν ήθελε να υστερεί,
γινόταν αιματηρές οικονομίες στο σπίτι,
που συνήθως είχε μισή ντουζίνα κορίτσια.
Την εποχή που η μαμά ετοίμαζε την προίκα
της, στον Κολινδρό υπήρχε ηλεκτροδότηση
από τοπική γεννήτρια αλλά το καλώδιο
της λάμπας ήταν κοντό για τα ψηλοτάβανα
εκείνα αρχοντικά σπίτια, και η ένταση
του φωτός πολύ μικρή. Αλλά ο παππούς
βρήκε τη λύση: Έβαλε μια καρέκλα επάνω
στο τραπέζι και κάθισε η μαμά και κεντούσε
μια χαρά, τα όμορφα εργόχειρα μερικά
από τα οποία τα φυλάγουμε εμείς τώρα
σαν τα μάτια μας...

Αλλά
ας ξεκινήσουμε απ την αρχή.

Ο
γάμος
στον Κολινδρό άρχιζε
απ
ό τη Δευτέρα,
σε ένα σπίτι που είχε από μέρες
ασβεστωθεί μέσα έξω, στις αυλές, και στα
πεζοδρόμια. Οι φλοκάτες, τα χράμια και
οι κουρελούδες είχαν προ πολλού πλυθεί
στον ποταμό, όπου πήγαιναν οι γυναίκες
μια φορά το χρόνο για να πλύνουν όλα
αυτά.

Κάθε
μέρα
της εβδομάδας λοιπόν, γινόταν
και μια δουλειά, άρχιζε το άπλωμα της
προίκας στη σάλα, πρώτα τα δυο παλτ
ό,
ένα το επίσημο συνήθως
μαύρο κι ένα το καθημερινό,
τα μαντό επίσης,
φορέματα, παπούτσια,
εσώρουχα, και φυσικά πετσέτες, σκεπάσματα
και εργόχειρα όλα σε στοίβες.

Την
Τετάρτη πριν από το γάμο
γινόταν το γέμισμα των μαξιλαριών
και
έραβαν και το ολοκέντητο
σεντόνι στο πάπλωμα. Τις τρεις πρώτες
βελονιές έπρεπε να τις κάνουν τρεις
γυναίκες παντρεμένες.

Την
παρασκευή πήγαιν
αν
σ
υγγενείς του γαμπρού να
τα δ
ουν, οι οποίοι
προσπαθούσαν να κλέψουν κάτι, μαντίλι,
πετσέτα, μ
ε τρόπο που να μην τους
καταλάβουν, και
τα έβρισκε η νύφη στο καινούργιο της
σπιτικό.

Το
Σάββατο το βράδυ την παραμονή του γάμου,
έρχονταν οι φίλοι του γαμπρού στο σπίτι
της νύφης να πάρουν τα καλά ρούχα με τις
κρεμάστρες, τα παλτό, μαντό, ταγέρ,
βραδινά φορέματα, κ.τ.λ. Μπροστά τα
ακορντεόν κι πίσω όλοι οι άλλοι ο καθένας
με ένα ρούχο.

Την
Κυριακή το πρωί πηγαίνανε την προίκα
από το σπίτι της νύφης στου γαμπρού,
όπου και έμενε πάντα το ζευγάρι, αφού
περνούσαν από τους κεντρικούς δρόμους,
την αγορά και φυσικά κάτω απ το σπίτι
μας, που ήταν στο κέντρο.


Ήταν το πιο
αξιόλογο θέαμα, και όσοι δεν είχαν την
τύχη τη δική μας, έβγαιναν απ τα απόμερα
στενά, στους κεντρικούς δρόμους για να
παρακολουθήσουν. Τα δύο παλικάρια με
το μπαούλο, για να το δώσουν στον γαμπρό,
έπρεπε να τους τάξει κάποιο ποσό. Έτσι
άρχιζαν τα παζάρια, “τόσα σας δίνω”,
“α! μπα, δεν το παίρνεις με τόσα λίγα”....
ώσπου να μείνουν ικανοποιημένοι οι δυο
βαστάζοι και τότε παρέδιδαν το μπαούλο
και έπαιρναν το μπαξίσι.

Το
απόγευμα της Κυριακής ξεκινούσαν από
το σπίτι του γαμπρού όλοι οι συγγενείς
του, για το σπίτι της νύφης να την πάρουν
για να την οδηγήσουν στην Εκκλησία. Εν
τω μεταξύ κοπέλες στόλιζαν όλους τους
καλεσμένους με ξάφι. Α! Μεγάλη χαρά
για μας, το φυλάγαμε και το φορούσαμε
για μέρες μετά. Αυτό ήταν ασημένιες
κλωστές σε τούφα που το καρφίτσωναν στο
πέτο. Και στην εκκλησία, με το “Ησαΐα
χόρευε” όταν πετούσαν ρύζι και κουφέτα
στο ζευγάρι, ορμούσαν τα αγόρια να τα
μαζέψουν από κάτω, και νευρίαζε ο παπάς
που μπερδευόταν στα πόδια του, και η
νύφη που της τσαλαπατούσαν το νυφικό,
το οποίο ήταν τις πιο πολλές φορές
δανεικό ή νοικιασμένο. Όσες κοπέλες
είχαν κάποια θεία στην Αμερική τις
έστελνε δώρο το νυφικό και μετά αυτές
το χάριζαν στην Εκκλησία για να το
νοικιάζει σε άλλες νύφες. Έτσι έβλεπες
όλες σχεδόν τις νύφες να φοράνε το ίδιο
φόρεμα.


Μετά
τα
στέφανα πάλι
στους δρόμους,
και εμείς τα κοριτσάκια
να τρέχουμε από πίσω και να ζηλεύουμε
το παρανυφάκι που κρατούσε το πέπλο,
ντυμένο με την οργαντίνα του και το
στεφανάκι στα μαλλιά, και να ονειρευόμαστε
να ντυθούμε και μεις έτσι κάποτε.


Εγώ
δεν έγινα ποτέ παρανυφάκι ως τα 17 μου
χρόνια, γιατί οι μεγάλες μου ξαδέλφες
μένανε στη Θεσσαλονίκη, και στην Αμερική
ακόμα. Και μου είχε κάνει εντύπωση η
φωτογραφία μιας ξαδέλφης που παντρεύτηκε
με ένα κομψό άσπρο ταγιεράκι, και το
θεώρησα πολύ “cool” οπότε
πήρα και γω την απόφαση από τα οκτώ μου
χρόνια να κάνω τον πιο αντικομφορμιστικό
γάμο. Έγινα πάντως παράνυφος στα 17 μου,
στην Κατερίνη, και ο γαμπρός μπερδεύτηκε,
δεν ήξερε ποια είναι η νύφη και ποια η
παράνυφος.

Το
βράδυ μετά το γάμο, δεν σερβίρονταν
κανονικό γεύμα, αλλά
κερνούσαν στα όρθια τσίπουρο,
λουκούμια κ.τ.λ. Το μεγάλο τραπέζι γινόταν
την Δευτέρα από τον γαμπρό
για τους συγγενείς της
νύφης.

Την
Τ
ρίτη το πρωί
η
νύφη έπρεπε να
αποδείξει το κυριότερο προσόν για μια
Κολινδρινή. Μην φαντάζεστε τα αναχρονιστικά
έθιμα περί παρθενίας και τέτοια. Η
αξιοπρέπεια των περήφανων Κολινδρινών
δεν επέτρεπε οποιαδήποτε νύξη για τέτοια
θέματα. Η νύφη έπρεπε να δώσει
εξετάσεις στην περίφημη πίτα του
Κολινδρού ανοίγοντας
φύλλο
για να φάνε τα πεθερικά.

Την
τετάρτη πήγαιναν τα δώρα, άλλος δυο
πιάτα, ναι 2 καλά διαβάσατε,
ή έξη ποτήρια, μια
λάμπα πετρελαίου,

ένα “σιδηρόχτ”
(μπρούτζινο γουδί),

ένα μπρίκι, ένα
τηγάνι, ένα πήλινο, έναν
νταβά, ένα ντουλάπι που έψηναν το κριθάρι
που ήταν ο καφές
της εποχής,...





μην
περιμένετε βέβαια λίστα
γάμου; ή τραπεζιτικό
λογαριασμό;

Το
πρώτο Σάββατο μετά το
γάμο γινόταν τα επιστρόφια!
Τα πεθερικά και όλη
η οικογένεια του γαμπρού συνόδευαν τη
νύφη στο πατρικό
της όπου έμενε
δυο μέρες στολισμένη
παρφουμαρισμένη συνάμενη
και κουνάμενη.
Την
επόμενη ημέρα Κυριακή,
κουμπάροι, πεθερικά
κ.λ.π., πηγαίναν τη νύφη
στην εκκλησία με το καλό
της μαύρο παλτό,
με τη διαμαντένια καρφίτσα
στο πέτο, κατακόκκινα
χείλη επάνω
στα τακούνια στιλέτο, ότι πιο
δύσκολο
στα κατηφορικά
δρομάκια του χωριού και
στα καλντερίμια!!!

Την
αλεπού, με το ταριχευμένο κεφάλι και τα
γυάλινα μάτια που φορούσε η μαμά στις
επίσημες εμφανίσεις της, μου την άφηνε
να παίζω για πολλά χρόνια μετά στο
τεράστιο σπίτι, με τα ελάχιστα και
αυτοσχέδια παιχνίδια.


Έτσι
λοιπόν, δυο βδομάδες κρατούσε ο γάμος,
μετά άρχιζε η καθημερινότητα, αλλά για
τις γυναίκες στον Κολινδρό τα πράγματα
ήταν πολύ πιο ρόδινα, γιατί ποτέ δεν
δούλευαν στα χωράφια. Ήταν μεγάλη τύχη
για μια κοπέλα να παντρευτεί στον
Κολινδρό.


Άντε
“χαρές στ' ανύπαντρα”....

Ευχαριστώ τις Κολινδρινές φίλες που με βοήθησαν γιατί εγώ θυμόμουν σαν σε όνειρο μόνο το πέρασμα της προίκας και το ξάφι.
Οι φωτογραφίες είναι από προσωπική συλλογή. ιντερνετ και Μακεδονικό Μουσείο Κολινδρού