Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Η υπέροχη ελιά!

Φύλλα ελιάς αντί για πράσινο τσάι!

Εδώ και μερικά χρόνια όλοι οι ψαγμένοι τάχα, ανακάλυψαν το πράσινο τσάι. Το οποίο μπορεί να είναι άριστο, αλλά κανείς δεν ξέρει που και πως καλλιεργείται, και σε τι συνθήκες συντηρείται. Από την άλλη, η χώρα μας είναι γεμάτη με υπέροχα αρωματικά φυτά αλλά και ελαιόδεντρα. Με τα φύλλα ελιάς για τα οποία έγινε τόσος ντόρος και χλευάστηκε το θέμα απ τους “ξύπνιους” δημοσιογράφους, μπορείτε να φτιάξετε ένα υπέροχο αφέψημα. Την επόμενη φορά που θα βρεθείτε στην εξοχή, οπωσδήποτε μπορείτε αφού ζητήσετε την άδεια του ιδιόκτητη να μαζέψετε όσα φύλλα ελιάς θέλετε (προσοχή να μην είναι πρόσφατα ραντισμένα). Γίνεται υπέροχο τσάι αν βράσετε αρκετά φύλλα ελιάς και δυο φύλλα φασκόμηλου. Αν μείνει δε και λίγη ώρα θα πάρει ένα υπέροχο χρώμα. Και δεν χρειάζεται καθόλου γλυκαντική ουσία.

Είναι γνωστό ότι το πράσινο τσάι είναι αντιοξειδωτικό και αντικαρκινικό, όμως και τα φύλλα ελιάς το ίδιο, και επιπλέον βοηθούν στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος, έχουν αντιοξειδωτική και αντιυπερτασική δράση, αναστέλλουν την συγκόλληση των αιμοπεταλίων, ρίχνουν τη χοληστερίνη και βοηθούν στην αύξηση της ενεργητικότητας και την αντιμετώπιση της χρόνιας κόπωσης.

Ένα δώρο της μεσογειακής φύσης που το αγνοούσαμε ως τώρα, είναι καιρός να το απολαύσουμε. Εμείς μόνιμα στην τσαγιέρα, όταν δεν έχουμε λουίζα ή φλαμούρι απ την αυλή μας, βράζουμε φύλλα ελιάς με λίγο φασκόμηλο. Σας συνιστώ να το δοκιμάσετε οπωσδήποτε! Για να μην πω και για την οικονομική πλευρά, γιατί θα νομίζετε οτι αυτό είναι κυρίως το κίνητρο.

Αλλά αν βρείτε ελαιόδενδρα αυτή την εποχή θα έχουν και ελιές. Αγοράστε και φτιάξτε τις μόνοι σας. Στο διαδίκτυο θα βρείτε πολλούς τρόπους. Αλλά οι ελιές εκτός από υπέροχος και ωφέλιμος μεζές, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πρώτη ύλη για πολλές λιχουδιές.

Εγώ έφτιαξα, πάστα ελιάς για άλειμμα

που χρησιμοποιήθηκε και για γέμιση σε αυτά τα σφολιατάκια

Και επίσης, με ελιές έφτιαξα γλυκό του κουταλιού, και λικέρ

Και μην νομίζετε οτι είναι μόνο αυτά. με ελιές μπορείτε να φτιάξετε υπέροχο ελιόψωμο, μια πλήρη τροφή αν το αλεύρι είναι ολικής άλεσης. Και επίσης μπορείτε να μαγειρέψετε κουνέλι με ελιές ή κοτόπουλο με ελιές.Τι άλλο θέλετε πια να σας πω για να σας πείσω. Αντε, αύριο θα είναι μια υπέροχη Κυριακή, αφού θα προμηθευτείτε φύλλα ελιάς και ελιές, οπότε θα έχετε δουλειά ως αργά το βράδυ...

Ολα αυτά τα υπέροχα είναι φτιαγμένα με περσινές ελιές βέβαια, αφού αυτή την εποχή είναι ακόμα άγουρες.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

ΜΗΝ ΣΑΣ ΤΡΟΜΆΖΕΙ Η ΛΙΑΝΑ ΜΕ ΤΟ ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΛΑ



Λοιπόν “συνταγή” που την εφαρμόζω εδώ και χρόνια και είναι για δύο άτομα. Μία φορά την εβδομάδα αγοράζω ένα πλήρες και τρία ημιαποβουτυρωμένα αγελαδινά γάλατα. Το πλήρες το κάνω γιαούρτι και το ένα ελαφρύ το κάνω ξινόγαλο. Από τα άλλα δύο, το ένα το βάζω στην συντήρηση και το άλλο στην κατάψυξη, και το βγάζω όταν τελειώσει το πρώτο.


Στην φωτογραφία γιαούρτι που είχα κάνει με δύο κιλά γάλα

Είναι γάλα γνωστού εργοστασίου της Θράκης, που το κάνει ειδική παραγγελία το Σ/Μ με άλλο όνομα και το πουλάει το πολύ 80 λεπτά। Έτσι με 4Χ0.80=3.20 ευρώ έχω ξινόγαλο για το πρωινό του άντρα μου, γιαούρτι, και γάλα για το πρωινό μου για μια βδομάδα. Δεν μπορώ να φάω πια άλλο γιαούρτι γιατί έχουν μια μυρωδιά, γιατί οι βιομηχανίες δεν χρησιμοποιούν πάντα γιαούρτι φυσικό για μαγιά. Και το έτοιμο ξινόγαλο έχει αλάτι που ανεβάζει την πίεση και είναι σκέτο νερό.

Και ας πάμε στο ψωμί। Με ενάμιση κιλό αλεύρι ζυμώνω πολύ εύκολα ψωμί για μια βδομάδα. Παίρνω αλεύρι ολικής άλεσης και σκληρό άσπρο αλεύρι για ψωμί και το φτιάχνω πολύ εύκολα με το μίξερ χειρός. Μαγιά αγοράζω σε σκόνη, και σε συσκευασία μισού κιλού, που τη βάζω στην κατάψυξη και έτσι έχω για ένα χρόνο. Τώρα πια είναι αδύνατον να φάμε αγοραστό ψωμί που με τα βελτιωτικά του γίνεται σαν αφρολέξ, άσε που πειράζει στο στομάχι.



Νομίζετε σας βάζω δύσκολα; Μπα... αν το κάνετε μια δυο φορές θα σας αρέσει. Κοιτάξτε τις φωτογραφίες μου, κοιτάξτε και τα έτοιμα προϊόντα που αγοράζετε... Και το κόστος, που βέβαια δεν ήταν το αρχικό κίνητρο, υπολογίσαμε ότι γλιτώνουμε 5 ευρώ την ημέρα, δηλαδή 150 το μήνα. 12Χ150=1800 ευρώ το χρόνο! Απίστευτο ε;

Άσε μας ρε Λιάνα... πάνε στην κουζίνα σου να ζυμώσεις και να πλύνεις κανένα πιάτο :-)


Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

ΨΗΦΙΔΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ

Ένα σύντομο ταξίδι, και μια επίσκεψη στο σπίτι της φίλης που μας περίμενε. Συναδέλφισα στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και η γνωριμία μας μέσα από τα συνέδρια του κλάδου. Φίλη που την βλέπουμε τόσο σπάνια, και όμως όταν πέτυχε η κορούλα μας στο ΤΕΙ Ιωαννίνων και όπως όλοι οι γονείς ήμασταν πελαγωμένοι, η φίλη μας μας περίμενε με το κλειδί του σπιτιού της στο χέρι. Με το ελεύθερο να μείνουμε εκεί ώσπου να τακτοποιηθεί η κόρη μας. Τώρα μας περίμενε στο όμορφο χωριό της όπου φροντίζει την μητέρα της με γεροντική άνοια. Μια γλυκιά γριούλα που ρωτάει συνέχεια “ποια είσαι συ”, και μετά από 2 λεπτά τα ίδια “ποια είσαι εσύ”. Έφυγα με μόνιμο το ερώτημα: Τι σκέφτεται η ηλικιωμένη γυναίκα ξαπλωμένη στο νοσταλγικό κρεβάτι; Ποιες εικόνες απ την πολυτάραχη ζωή της γενιάς της σβήνονται σιγά σιγά, ίσως και για πάντα; κανείς δεν θα το μάθει……
Δεν γράφω τίποτα άλλο, απολαύστε φωτογραφίες!

Μόλις μπήκα στην αυλή είδα αυτό το ζεστό κάθισμα, ο κορμός του δέντρου, σκεπασμένος με το εργόχειρο το φτιαγμένο από περισσεύματα μαλλιών. .

Μπαίνω παρείσακτη στο δωμάτιο της γιαγιάς και φωτογραφίζω τρέμοντας από συγκίνηση, θαυμασμό και ενοχή.

Βγαίνοντας απ το σπιτάκι στο βάθος της αυλής, αντικρίζω το χώρο όπου ακόμα “και η βασίλισσα της Αγγλίας θα πήγαινε μόνη της”

Οι φωτογραφίες στην κρεβατοκάμαρα είναι πολύ προσεκτικά τραβηγμένες, και δεν αποδίδουν την ατμόσφαιρα που επικρατεί με το πανέμορφο σιδερένιο κρεβάτι και την περίτεχνη καρυδένια ντουλάπα που είναι προίκα της κ. Ανδρονίκης, της παλιές φωτογραφίες απ τα σημαντικά γεγονότα της ζωής της και τα τιμητικά διπλώματα, τα δικά της και του άντρα της. Δεν ήθελα να την ταράξω με την παρουσία μου και το φλας… Λίγα να βλέπετε και πολλά να φαντάζεστε.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Με τις προωθήσεις δεν σώζουμε το περιβάλλον.


Με αφορμή ένα ηλεκτρονικό μήνυμα που ετοιμάστηκα να προωθήσω και μετά να προχωρήσω παρακάτω.

GL-The End of Plastic Bag

Το σκέφτηκα για λίγο και είπα, εντάξει θα κάνουν το ίδιο και οι φίλοι μου, και μετά και οι φίλοι των φίλων μου, και οι φίλοι των φίλων των φίλων μου,…. Οπότε αποφάσισα πρώτα να κάνω πράξη όσα τόσο καιρό τα λέμε στο σπίτι, αλλά αν και προσπαθήσαμε τελικά δεν τα εφαρμόσαμε. Και ιδού κάτι απλό. Αν ψάξουμε σε όλο το σπίτι, σε ντουλάπες, μπαούλα, συρτάρια, θα βρούμε σίγουρα κομμάτια υφασμάτων, δαντέλες, τρέσες, και άλλα υλικά ραπτικής. Ακόμα και μεταχειρισμένα ρούχα που δεν μας κάνουν ή έχουν φθαρεί σε μερικά σημεία, μπορούμε να τα αξιοποιήσουμε. Τι να τα κάνουμε; μα υφασμάτινες τσάντες, που θα αντικαταστήσουν τις πλαστικές σακούλες για τα ψώνια μας. Θα τις έχουμε για πολλά χρόνια, γιατί θα πλένονται και θα χρησιμοποιούνται πολλές φορές. Άσε που το κάθε κομμάτι τους κάτι θα μας θυμίζει.

Έφτιαξα λοιπόν τις δύο αυτές τσάντες, με τσέπες για τις αποδείξεις και κατάλληλα ραμμένη τη βάση ώστε να έχουν όγκο.

Αυτές είναι κατάλληλες για το σούπερ μάρκετ αλλά για μια βόλτα στην αγορά για μερικά ψιλοπράγματα χρειάζεται μια πιο μικρή. Έτσι έφτιαξα και την επόμενη.

Σε μια απλή βόλτα πιθανόν να αγοράσουμε π.χ. ένα κραγιόν, ένα κουτί χάπια, ένα μασουράκι, μια μπαταρία,.. όλα από διαφορετικά μαγαζιά, που θα μας δώσουν αντίστοιχο αριθμό σακουλιών. Ε μπορούμε να αποφύγουμε όλες αυτές τις πλαστικές σακουλίτσες χρησιμοποιώντας αυτή την τσάντα.

Την έφτιαξα πιο μικρή για να είναι εύχρηστη, αλλά επειδή πηγαίνοντας στην αγορά μπορεί να θυμηθώ και άλλα πράγματα που χρειάζομαι, και να μην χωράνε σ’ αυτήν, μπορεί να μεγαλώνει. Ξεκουμπώνω τις σούστες που έραψα και γίνεται μια μεγάλη τσάντα σαν τις προηγούμενες.

και η άλλη πλευρά

Και μια ιδέα για το τι να κάνετε τα σφιχτά αυγά που σας περισσεύουν. Εσείς βάψατε όμορφα και πλούσια τα αυγά σας, τσουγκρίσατε, ευχηθήκατε αλλά δεν φαγώθηκαν και πολλά, το ξέρω. Τα παιδιά μόνο τα σπάζουν και άντε να φάνε μισό και αυτό γιατί τους εντυπωσιάζει το κόκκινο χρώμα. Κάντε λοιπόν αυτό που έκανα και εγώ. Αυγά τουρσί με βότανα (στο διαδίκτυο θα βρείτε πολλές συνταγές). Ναι είναι μια εβραϊκή μάλλον συνταγή και εγώ την εφήρμοσα για δεύτερη φορά. Σε ένα μήνα θα μπορούμε να τρώμε το μεζεδάκι μας.

Τι θυμήθηκα τώρα, όταν ήμουν παιδί το Πάσχα έβγαζα αναφυλαξία απ τα πολλά τα αυγά. Τότε τσουγκρίζαμε στο δρόμο με τα άλλα παιδιά και όποιος νικούσε έπαιρνε το αυγό του άλλου και το έτρωγε εκεί επί τόπου. Ο δρόμος ήταν γεμάτος με κόκκινα αλλά και άλλα χρώματα τσόφλια. Άντε και του χρόνου, με υγεία!

Τρίτη 26 Απριλίου 2011

Τρεις αυλές - τρεις απόψεις.

Αν κάνετε μια βόλτα στην εξοχή, θα δείτε πολλές αυλές τελείως διαφορετικές μεταξύ τους.

Εγώ φωτογράφισα μόνο τη γειτονιά μου

Και πρώτα την αυλή του εξαιρετικού γείτονα που αφιερώνει δύο τρίωρα την ημέρα στην φροντίδα του κήπου του


Στη συνέχεια βλέπετε την αυλή της αχαρακτήριστης γειτόνισας που πολύ συχνά ψεκάζει τα χόρτα και τα καίει γιατί φοβάται τα φίδια, και ας βόσκουν μετά εκεί οι κότες της. Να σας παραγγείλω αυγά;



Και ιδού η δικιά μας αυλή! εδώ όπως παρατηρείτε ο καθένας κάνει ότι θέλει, άνθρωποι, ζώα, φυτά, χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλο

Για πέστε μου τώρα, πού θα θέλατε εσείς να κάνετε κωλοτούμπες; να παίξετε μπάλα, να κάνετε κούνια στα δέντρα; Ή καλύτερα να βάλετε μια αιώρα και να πάρετε το βιβλίο ή το λαπ τοπ αγκαλιά, ή ότι άλλο “επιθυμείτε στην αγκαλιά σας να το βρείτε”?

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Το φιντανάκι


Ήταν ένα τόσο δα φιντανάκι, που το απέσπασαν βίαια απ τη μάνα του, μα γεμάτο απ τους χυμούς της, μπορούσε σίγουρα να επιβιώσει. Δεν το ενδιέφερε και τόσο που έφευγε από κοντά της, αλλά αυτό που ήθελε ήταν να ταξιδέψει, να γνωρίσει άλλους κόσμους και κυρίως να είναι αύταρκες. Βαλμένο στη σειρά με πολλά άλλα μαζί, της ηλικίας του, προσπαθούσε να ριζώσει στο καινούριο του περιβάλλον. Μία ορμόνη και η ενισχυμένη τροφή μέσα στο νερό με ένα σωρό μεταλλικά άλατα, προφυλαγμένο μέσα σε θερμοκοιτίδα, βοήθησαν ώστε γι' αυτό να μην χρειάζονται ιδιαίτερες δυνάμεις.

Ένα πρωί, όταν ο ήλιος ήταν ακόμα στον ορίζοντα, το ξερίζωσαν όπως και τα άλλα αδέλφια του, και τα έβαλαν το καθένα σε δικό του σπιτάκι. Αν και πόνεσε πολύ, του άρεσε αυτό, και με τη βοήθεια των συμπληρωμάτων διατροφής τα κατάφερε και πάλι να ριζώσει στο νέο του σπιτικό. Ήταν σίγουρο ότι εδώ θα μεγαλώσει και θα δημιουργήσει τους κλώνους του. Μα ποτέ κανείς δεν ορίζει απόλυτα τον εαυτό του, και ένα δροσερό πρωινό με λιακάδα, άνθρωποι κατέκλυσαν τον χώρο του ιδρύματος, και τότε άκουσαν τα φιντανάκια για χρήματα και για την αποτίμηση της αξίας τους σε ευρώ.

Μαζί με άλλα φιντανάκια, σε διάφορα σχήματα και χρώματα, το φορτώσανε σε ένα αυτοκίνητο όπως άκουσε να το λένε, και ταξίδεψε πολύ μακριά πια. Και πάλι η χαρά του ήταν απέραντη, ανάμεικτη με άγχος όμως, γιατί δεν ήθελε πια άλλο ξερίζωμα, δεν άντεχε άλλο σοκ.

Κάποτε, αφού ταξίδεψαν στον απέραντο κάμπο, έφτασαν στο Μαγικό, και αφού πέταξαν το χαλασμένο πια μικρό σπιτάκι του, που μέσα σε αυτό ασφυκτιούσε και δεν μπορούσε να τεντωθεί, το έβαλαν στη μάνα Γη! Α, εδώ τώρα μπορούσε να απλώσει ρίζες προς όλες τις κατευθύνσεις και προπαντός βαθιά, προς την υγρή και ζεστή καρδιά της. Και τα λιγνά κλαδιά του θέλανε να φθάσουν τον ήλιο. Έγινε πια μια λυγερή κοπέλα που με αρμονικές, χορευτικές κινήσεις, τυλιγόταν και σκαρφάλωνε στο μεταλλικό, όμορφα βαμμένο, πλέγμα. Έγινε μια κοπέλα δύο μέτρα ψηλή, και φούντωσε, ομόρφυνε, και ήταν σίγουρη ότι αν μεγαλώσει κι άλλο, θα ανεβεί επάνω στη στέγη, και τότε πια θα βλέπει πολύ μακρυά, πάνω απ τα λιόδεντρα, τη θάλασσα αλλά και τα βουνά. Το άρωμά της μεθούμε τα έντομα που οργίαζαν γύρω της. Έκανε πολλά όνειρα, μα ήρθε χειμώνας, και δεν το άντεχε το κρύο, καλύτερα να κοιμόταν σκέφτηκε, και να περιμένει......

Όμως... την Άνοιξη, εγώ με αγωνία έβλεπα τα λεπτά κλαδάκια της, γυμνά, χωρίς ίχνος ζωής. Ένα μόνιμο σφίξιμο, είχα στην καρδιά μου. Να βλέπω όλα γύρω να φουντώνουν, τα λουλούδια να ανθίζουν, τα έντομα ένα σύννεφο βουερό, τα παιδιά να τρέχουν και οι δεκαοχτούρες να επαναλαμβάνουν το νούμερό τους, το 18. Αλλά η κοπελιά μου γυμνή και ξερή, τυλιγμένη γύρω απ τα όμορφα σίδερα.

Και ένα πρωί, τα είδα. Ναι ήταν κάτι μικρά φυλλαράκια, σαν το κεφάλι της καρφίτσας!!! Σκίρτησα, έβαλα τα γυαλιά μου, και βεβαιώθηκα. Η κοπελιά μου έχει ζωή. Ξέρει εκείνη, τώρα είναι η ώρα της. Άρχισα να στέλνω ηλεκτρονικά μηνύματα, ήθελα να μεταδώσω την ελπίδα! Υπάρχει ελπίδα τελικά για όλους! Και το όνομα αυτής Λουίζα!


Το ξέρω ότι όλοι έχουμε ένα όριο ζωής, μα δεν στρέχω να βλέπω κανέναν να λειώνει, κανέναν να στεγνώνει... Μου είναι αβάσταχτο._

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Δαντελένια κουρτινάκια για εξαρτημένες διαδικτυακές

Χρόνια τώρα ήθελα κουρτινάκια που να πληρούν τις εξής προδιαγραφές.

  1. να ταιριάζουν σε ξύλινα παράθυρα

  2. να μ αρέσουν

  3. να μην σκοτεινιάζουν τον χώρο

  4. να μην έχουν πολύ κόπο

και βρήκα αυτή την λύση.

Τώρα αν εσείς θέλετε να πάρετε το βελονάκι και να πλέξετε, θα φτιάξετε σίγουρα αριστουργήματα. Μπορείτε επίσης να πάρετε άσπρο λεπτό λινό και να κεντήσετε σε κοφτό ασπροκέντημα, οπότε τα δικά σας θα είναι έργα τέχνης!. Οπότε πάω πάσο. Όμως θα πρέπει για μήνες να ξεχάσετε τον υπολογιστή σας. Τι; δεν γίνετε αυτό; Εμ, γι αυτό σας λέω. Αγοράστε μεταξωτή δαντελένια κουρτίνα με το μέτρο που όταν κοπεί δεν χρειάζεται στρίφωμα.


Κόψτε τις κουρτίνες σας, στο μέγεθος που θέλετε και περάστε τις άκρες γρήγορα πάνω από τη φλόγα ενός κεριού για μεγαλύτερη αντοχή αν και δεν είναι απαραίτητο.


Αγοράστε και λεπτά μπρούντζινα κουρτινόξυλα, κρεμάστε τις .... και με γεια σας

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Στα κουσούρια ντ' μπαμπά μ' (μεθεόρτια)

Μια βδουμάδα μιτά τ Αγίου Δημητρίου μ’ έστειλιν η μάμα μ’ στου φούρνου να πάρου δυο λαμαρίνις. Ήταν Παρασκηυή, κι πως χάρ’κααα πλαλώντας πήγα κ’ ήρθα. Τς λαμαρίνις τς έπιρνι όταν ήθιλι να κάμ’ κουλούρια.

Τι θα κάν’ς μάμα;” “Θα κάνου κουλούρια κι ινδουκάρυδα, γιατί μπουρεί να ‘ρθει καμία τ’ Κυριακή μιτά τν Ικκλησία και δεν έχου τίπουτα να ξιντροπιαστώ. Αύριου θ’ ρθει κ’ η θεία σ’ να μι βουηθήσ’” . “Αφού πέρασιν η γιουρτή ντ’ μπαμπά μ’” “Θα έρχουντι για τα κουσούρια”

Του Σάββατου είπι κρυφά κι του μπαμπά μ’ να φέρ’ ικατό δράμια μαργαρίτις να έχ’, και προυί προυί άρχίνσαν. Ιμάς μας έλιγαν να πάμι να παίξουμι να μην τσ’ αμπουδάμι μα ημείς εικί τριγυρνούσαμι.

Έκαμαν κουλούρια για βουτήματα κι τ’ αράδιασαν στ’ μια τ’ λαμαρίνα κι ύστιρα έκαμαν ινδουκάρυδα. Σαν κουλούρια ήταν κι αυτά αλλά τα έλιγαν πτιφουρ μι ινδουκάρυδου. Έβαζαν του μαλακό ζυμάρ’ που είχι μέσα τριμμένου ινδουκάρυδο, σι ένα χουνί μι δόντια στν άκρ’ κι του πατούσαν και έβγιναν στρόγγυλα κουλούρια μι μύτις. Έβαζαν κι στ’ μέσ’ μισό κεράσι’ γλυκό, κι τα έβαλαν κι αυτά στν άλλ’ τ’ λαμαρίνα. Μιτά πήγαν κι τσι δυο τς λαμαρίνις στου φούρνου.

Όλ’ θέλαμι να πάμι να τα πάρουμι απ του φούρνου, μα δε μας άφσαν. “Μι τιλειώσατι του γλυκό μι τιλειώσατι κι τα τσικουλατάκια κι όλα, δεν έχουμι τίπουτα να κιράσουμι, Θα σας δώσου ιγώ απού ένα”


Οταν τα έφιραν στου σπίτ, ημείς απού πάν. Άλλα κόλ’σαν κι άλλα έσπασαν. Αυτά μας τα μοίρασαν. Τα άλλα τα ‘κρυψαν. Οι τρεις θιραπαύκαμι, μας έφτασαν αυτά που φάγαμι, αλλά ου Γιάγκους όλ’ τ΄νύχτα σαν σφιντσιότκους παπάς ανέβνι κατέβνι τς σκάλις αλλά δεν έβρισκι που τά κριψιν η μάμα μας.

Ντ’ Κυριακή, όταν απόλκιν η ικκλησία, ήρθαν οι θείις απ’ τ’ γειτουνιά και πήγαν όλις στν καλή ντ’ κάμαρ’. Η μάμα μ’ κιρνούσι κι η αδιλφή μ’ ντ βουηθούσι. Η Γιάγκους παραμόνιβι να δει που έκρυψαν τα κουλούρια για να ξέρ’ για άλλ φουρά. Πρώτ’ φουρά δεν τα βρήκι κι κόντιψιν να σκάσ’. Όξου απ’ ντ καλή ντ’ κάμαρ’ είχαμι μια μιγάλ’ σάλα, μι μιγάλα παράθυρα και δαμάσκου κουρτίνις. Εικί πίσου απ’ τς κουρτίνις κρέμασιν η μάμα μ’ τ’ σακούλα μι όλα τα κιράσματα. Δεν είπι τίπουτα η αδελφόζουμ, πήγι κι πήρι τς γκαζιές.

Απάν’ στου τραπέζι ήταν η φουντανιέρα μι τς μαργαρίτις τα τσικουλατάκια. Άσπρ’ πουρσιλάν’ μι ουρανί λουλούδια, που τ’ έφιρι η γιαγιά μ’ απ’ τ’ Σιάτιστα. Έβαλιν ένα κουρσούμ’ μέσα στου χέρι τ’ η Γιάγκους, κι μι του μιγάλου δάχτυλο του έστειλι στ’ φουντανιέρα. Μόνο του καπάκι έμεινι. Ύστηρα, όταν η μάμα μ’ μι τουν μιγάλου του δίσκου γιμάτου πουτήρια κι πιατάκια μι γλυκό πήγι να κιράσ’ έβαλιν κι του καλό του πουτήρ’ στου σημάδ’ κι γέμισιν η τόπους λυλίτσια.

Θύμουσιν η μάμα μ’ γούρλουσιν τα μάτια, κι είπι ότ’ έλιγιν όταν θύμουνι “Α στην ευχή της Παναγίας”

κουσούρια=μεθεόρτια

πλαλώντας=τρέχοντας

100 δράμια = 320 γραμμάρια (400 δράμια = Μία οκά = 1.282 γραμμάρια)

αμπουδάμι=εμποδίζουμε

θιραπαύκαμι=θεραπευτήκαμε-ευχαριστηθήκαμε

απόλκιν η ικκλησία=απέλυσε (τον κόσμο) η εκκλησία – τελείωσε η λειτουργία δηλ.

δαμάσκο = είδος πολυτελούς υφάσματος, αδιαφανές (δεν υπήρχαν πατζούρια τότε στον Κολινδρό και στα παράθυρα βάζανε εκτός απ τις λεπτές κουρτίνες και άλλες αδιαφανείς)

γκαζιές=μπίλιες

λυλίτσια=κομματάκια γυαλιού

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Είστε καλεσμένοι σε γάμο,

σε
Κολινδρινό γάμο!



"Αθηνούουουλα...
τρέξε, περνάνε τη προίκα!"
Φυσικά θα
έτρεχα από μόνη μου μόλις θα άκουγα το
ακορντεόν. Είναι η μαμά μου που με
παίρνει αγκαλιά και με ανεβάζει στο
περβάζι του παραθύρου, μισό μέτρο φαρδύ,
πρώτο θεωρείο. Πρώτα άκουσα τη μουσική
και μετά είδα τον ακορντεονίστα να
προχωράει αργά αργά και να παίζει. Ήταν
επιβλητικό, σε μια μικρούλα πόλη, που
δεν υπήρχε κανένας ήχος, ούτε αυτοκίνητα,
ούτε τηλεοράσεις, ούτε καν κότα ακουγόταν,
παρά μόνον η μουσική! Και ακολουθούσαν
παιδάκια, κρατώντας αγκαλιά από ένα
μαξιλάρι, του καναπέ, του ύπνου, της
φιγούρας, όλα γεμισμένα με βαμβάκι,




μετά
έφηβοι με ριγμένα στους ώμους τους
εργόχειρα




όπως
τραπεζομάντιλα

κρεβατόγυρους, ή
κρατώντας κάδρα κεντημένα με ευχές,
κ.α.


και το κάδρο που βλέπαμε στα πιο πολλά σπίτια, τον Φρίξο με την Έλλη!


Ακολουθούσαν
οι άντρες
που κουβαλούσαν
τα πιο βαριά πράγματα,
παπλώματα,
κουβέρτες πλεκτές, κουρελούδες,
χράμια
, φλοκάτες, προκόβες (βελέντσες
χωρίς φλόκια)

όλα φυσικά πλεγμένα
ή υφασμένα στο χέρι, και μετά
ακολουθούσαν τα χαλκώματα,
καζάνι, ταψί,
κατσαρόλες, γκιούμια.



Το
καζάνι το κρατούσαν δυο άντρες,
και
πίσω του ερχόταν, ένας
που κρατούσε ψηλά μια κότα και ένας με
μια γλάστρα. Και στο τέλος, δυο δυνατοί
άντρες, με καρφιτσωμένο στον
ώμο
ένα μαντήλι,
κουβαλούσαν ένα βαρύ μπαούλο! Μερικές
γυναίκες βγήκαν
στο
δρόμο και λέγανε
στα παιδι
ά με τα
μαξιλάρια και τα κεντήματα,
γυρίστε από
δω να δω το
σχέδιο”...

Α!
Τα σχέδια μεγάλη υπόθεση. Έπρεπε
εκτός από
την ομορφιά τ
ους, να
είναι και πρωτότυπα, και
για τον λόγο
αυτ
ό προσπαθούσαν οι
κοπέλες να τα κεντάνε κρυφά,
έτσι γινόταν τα περίφημα νυχτέρια!
Και για αυτήν την πλούσια προίκα, που
καμιά κοπέλα δεν ήθελε να υστερεί,
γινόταν αιματηρές οικονομίες στο σπίτι,
που συνήθως είχε μισή ντουζίνα κορίτσια.
Την εποχή που η μαμά ετοίμαζε την προίκα
της, στον Κολινδρό υπήρχε ηλεκτροδότηση
από τοπική γεννήτρια αλλά το καλώδιο
της λάμπας ήταν κοντό για τα ψηλοτάβανα
εκείνα αρχοντικά σπίτια, και η ένταση
του φωτός πολύ μικρή. Αλλά ο παππούς
βρήκε τη λύση: Έβαλε μια καρέκλα επάνω
στο τραπέζι και κάθισε η μαμά και κεντούσε
μια χαρά, τα όμορφα εργόχειρα μερικά
από τα οποία τα φυλάγουμε εμείς τώρα
σαν τα μάτια μας...

Αλλά
ας ξεκινήσουμε απ την αρχή.

Ο
γάμος
στον Κολινδρό άρχιζε
απ
ό τη Δευτέρα,
σε ένα σπίτι που είχε από μέρες
ασβεστωθεί μέσα έξω, στις αυλές, και στα
πεζοδρόμια. Οι φλοκάτες, τα χράμια και
οι κουρελούδες είχαν προ πολλού πλυθεί
στον ποταμό, όπου πήγαιναν οι γυναίκες
μια φορά το χρόνο για να πλύνουν όλα
αυτά.

Κάθε
μέρα
της εβδομάδας λοιπόν, γινόταν
και μια δουλειά, άρχιζε το άπλωμα της
προίκας στη σάλα, πρώτα τα δυο παλτ
ό,
ένα το επίσημο συνήθως
μαύρο κι ένα το καθημερινό,
τα μαντό επίσης,
φορέματα, παπούτσια,
εσώρουχα, και φυσικά πετσέτες, σκεπάσματα
και εργόχειρα όλα σε στοίβες.

Την
Τετάρτη πριν από το γάμο
γινόταν το γέμισμα των μαξιλαριών
και
έραβαν και το ολοκέντητο
σεντόνι στο πάπλωμα. Τις τρεις πρώτες
βελονιές έπρεπε να τις κάνουν τρεις
γυναίκες παντρεμένες.

Την
παρασκευή πήγαιν
αν
σ
υγγενείς του γαμπρού να
τα δ
ουν, οι οποίοι
προσπαθούσαν να κλέψουν κάτι, μαντίλι,
πετσέτα, μ
ε τρόπο που να μην τους
καταλάβουν, και
τα έβρισκε η νύφη στο καινούργιο της
σπιτικό.

Το
Σάββατο το βράδυ την παραμονή του γάμου,
έρχονταν οι φίλοι του γαμπρού στο σπίτι
της νύφης να πάρουν τα καλά ρούχα με τις
κρεμάστρες, τα παλτό, μαντό, ταγέρ,
βραδινά φορέματα, κ.τ.λ. Μπροστά τα
ακορντεόν κι πίσω όλοι οι άλλοι ο καθένας
με ένα ρούχο.

Την
Κυριακή το πρωί πηγαίνανε την προίκα
από το σπίτι της νύφης στου γαμπρού,
όπου και έμενε πάντα το ζευγάρι, αφού
περνούσαν από τους κεντρικούς δρόμους,
την αγορά και φυσικά κάτω απ το σπίτι
μας, που ήταν στο κέντρο.


Ήταν το πιο
αξιόλογο θέαμα, και όσοι δεν είχαν την
τύχη τη δική μας, έβγαιναν απ τα απόμερα
στενά, στους κεντρικούς δρόμους για να
παρακολουθήσουν. Τα δύο παλικάρια με
το μπαούλο, για να το δώσουν στον γαμπρό,
έπρεπε να τους τάξει κάποιο ποσό. Έτσι
άρχιζαν τα παζάρια, “τόσα σας δίνω”,
“α! μπα, δεν το παίρνεις με τόσα λίγα”....
ώσπου να μείνουν ικανοποιημένοι οι δυο
βαστάζοι και τότε παρέδιδαν το μπαούλο
και έπαιρναν το μπαξίσι.

Το
απόγευμα της Κυριακής ξεκινούσαν από
το σπίτι του γαμπρού όλοι οι συγγενείς
του, για το σπίτι της νύφης να την πάρουν
για να την οδηγήσουν στην Εκκλησία. Εν
τω μεταξύ κοπέλες στόλιζαν όλους τους
καλεσμένους με ξάφι. Α! Μεγάλη χαρά
για μας, το φυλάγαμε και το φορούσαμε
για μέρες μετά. Αυτό ήταν ασημένιες
κλωστές σε τούφα που το καρφίτσωναν στο
πέτο. Και στην εκκλησία, με το “Ησαΐα
χόρευε” όταν πετούσαν ρύζι και κουφέτα
στο ζευγάρι, ορμούσαν τα αγόρια να τα
μαζέψουν από κάτω, και νευρίαζε ο παπάς
που μπερδευόταν στα πόδια του, και η
νύφη που της τσαλαπατούσαν το νυφικό,
το οποίο ήταν τις πιο πολλές φορές
δανεικό ή νοικιασμένο. Όσες κοπέλες
είχαν κάποια θεία στην Αμερική τις
έστελνε δώρο το νυφικό και μετά αυτές
το χάριζαν στην Εκκλησία για να το
νοικιάζει σε άλλες νύφες. Έτσι έβλεπες
όλες σχεδόν τις νύφες να φοράνε το ίδιο
φόρεμα.


Μετά
τα
στέφανα πάλι
στους δρόμους,
και εμείς τα κοριτσάκια
να τρέχουμε από πίσω και να ζηλεύουμε
το παρανυφάκι που κρατούσε το πέπλο,
ντυμένο με την οργαντίνα του και το
στεφανάκι στα μαλλιά, και να ονειρευόμαστε
να ντυθούμε και μεις έτσι κάποτε.


Εγώ
δεν έγινα ποτέ παρανυφάκι ως τα 17 μου
χρόνια, γιατί οι μεγάλες μου ξαδέλφες
μένανε στη Θεσσαλονίκη, και στην Αμερική
ακόμα. Και μου είχε κάνει εντύπωση η
φωτογραφία μιας ξαδέλφης που παντρεύτηκε
με ένα κομψό άσπρο ταγιεράκι, και το
θεώρησα πολύ “cool” οπότε
πήρα και γω την απόφαση από τα οκτώ μου
χρόνια να κάνω τον πιο αντικομφορμιστικό
γάμο. Έγινα πάντως παράνυφος στα 17 μου,
στην Κατερίνη, και ο γαμπρός μπερδεύτηκε,
δεν ήξερε ποια είναι η νύφη και ποια η
παράνυφος.

Το
βράδυ μετά το γάμο, δεν σερβίρονταν
κανονικό γεύμα, αλλά
κερνούσαν στα όρθια τσίπουρο,
λουκούμια κ.τ.λ. Το μεγάλο τραπέζι γινόταν
την Δευτέρα από τον γαμπρό
για τους συγγενείς της
νύφης.

Την
Τ
ρίτη το πρωί
η
νύφη έπρεπε να
αποδείξει το κυριότερο προσόν για μια
Κολινδρινή. Μην φαντάζεστε τα αναχρονιστικά
έθιμα περί παρθενίας και τέτοια. Η
αξιοπρέπεια των περήφανων Κολινδρινών
δεν επέτρεπε οποιαδήποτε νύξη για τέτοια
θέματα. Η νύφη έπρεπε να δώσει
εξετάσεις στην περίφημη πίτα του
Κολινδρού ανοίγοντας
φύλλο
για να φάνε τα πεθερικά.

Την
τετάρτη πήγαιναν τα δώρα, άλλος δυο
πιάτα, ναι 2 καλά διαβάσατε,
ή έξη ποτήρια, μια
λάμπα πετρελαίου,

ένα “σιδηρόχτ”
(μπρούτζινο γουδί),

ένα μπρίκι, ένα
τηγάνι, ένα πήλινο, έναν
νταβά, ένα ντουλάπι που έψηναν το κριθάρι
που ήταν ο καφές
της εποχής,...





μην
περιμένετε βέβαια λίστα
γάμου; ή τραπεζιτικό
λογαριασμό;

Το
πρώτο Σάββατο μετά το
γάμο γινόταν τα επιστρόφια!
Τα πεθερικά και όλη
η οικογένεια του γαμπρού συνόδευαν τη
νύφη στο πατρικό
της όπου έμενε
δυο μέρες στολισμένη
παρφουμαρισμένη συνάμενη
και κουνάμενη.
Την
επόμενη ημέρα Κυριακή,
κουμπάροι, πεθερικά
κ.λ.π., πηγαίναν τη νύφη
στην εκκλησία με το καλό
της μαύρο παλτό,
με τη διαμαντένια καρφίτσα
στο πέτο, κατακόκκινα
χείλη επάνω
στα τακούνια στιλέτο, ότι πιο
δύσκολο
στα κατηφορικά
δρομάκια του χωριού και
στα καλντερίμια!!!

Την
αλεπού, με το ταριχευμένο κεφάλι και τα
γυάλινα μάτια που φορούσε η μαμά στις
επίσημες εμφανίσεις της, μου την άφηνε
να παίζω για πολλά χρόνια μετά στο
τεράστιο σπίτι, με τα ελάχιστα και
αυτοσχέδια παιχνίδια.


Έτσι
λοιπόν, δυο βδομάδες κρατούσε ο γάμος,
μετά άρχιζε η καθημερινότητα, αλλά για
τις γυναίκες στον Κολινδρό τα πράγματα
ήταν πολύ πιο ρόδινα, γιατί ποτέ δεν
δούλευαν στα χωράφια. Ήταν μεγάλη τύχη
για μια κοπέλα να παντρευτεί στον
Κολινδρό.


Άντε
“χαρές στ' ανύπαντρα”....

Ευχαριστώ τις Κολινδρινές φίλες που με βοήθησαν γιατί εγώ θυμόμουν σαν σε όνειρο μόνο το πέρασμα της προίκας και το ξάφι.
Οι φωτογραφίες είναι από προσωπική συλλογή. ιντερνετ και Μακεδονικό Μουσείο Κολινδρού