Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Έφυγε ο αγαπημένος μου συγγραφέας Ντενί Γκετζ





Έφυγε ο αγαπημένος μου συγγραφέας Ντενί Γκετζ


Ο ποιητής των αριθμών και των λέξεων, όπως ήταν γνωστός, ο Γάλλος συγγραφέας Ντενί Γκετζ, ήταν ανήσυχο πνεύμα, άνθρωπος με χιούμορ και σπάνιες ευαισθησίες. Είχε επισκεφθεί αρκετές φορές την Ελλάδα, για να παρουσιάσει τα βιβλία του. Διακεκριμένος μαθηματικός, καθηγητής Ιστορίας και Επιστημολογίας, «παιδί» του Γαλλικού Μάη του ‘68 αλλά και σεναριογράφος, ο Γκετζ πάντοτε προσπαθούσε να βρει πρωτότυπους τρόπους για να μυήσει το κοινό στο μαγικό σύμπαν των μαθηματικών.


Τα βιβλία του “Αστέρια της Βερενίκης” και “Μηδέν”
με μάγεψαν.

Στο βιβλίο “Αστέρια της Βερενίκης”, με φόντο τις συνωμοσίες αλλά και τους έρωτες της Αυλής των Πτολεμαίων, και με αφορμή το χρονικό της πρώτης μέτρησης της Γης από τον Ερατοσθένη, ο συγγραφές μας δίνει ένα ιδιοφυές μυθιστόρημα που καθρεφτίζει την αστείρευτη ανάγκη του ανθρώπου για γνώση.

Το βιβλίο “Μηδέν”, είναι μια ιστορία για την Ιστορία των αριθμών, και την ανακάλυψη του μοναδικού και του απόλυτου μηδενός. Γοητευτικό βιβλίο όπου παράλληλα με μια ερωτική ιστορία περιγράφεται πως οι Άραβες υιοθέτησαν απ τους Ινδούς την έννοια του μηδενός, και έτσι έγινε το μεγαλύτερο άλμα στην επιστήμη των μαθηματικών.

Σε ένα άλλο του βιβλίο που διάβασα, “Η έπαυλη των ανδρών” (εκδ. Ψυχογιός) ο Γκετζ πάντρεψε τις αντιπολεμικές ιδέες του σοσιαλιστή Ζαν Ζορές με τις θεωρίες του Γκέοργκ Κάντορ, του πρώτου επιστήμονα που όρισε μαθηματικά το Άπειρο.


Τώρα θα επιδιώξω να διαβάσω και άλλα του βιβλία. “Το θεώρημα του παπαγάλου” βρίσκεται κάπου στο σπίτι μας, αλλά κυκλοφορούν και μερικά ακόμα βιβλία του στα ελληνικά.

,

Ας τα ψάξουμε όλα.

...σε κάτι τέτοια πάνε τα λεφτά!

εις υγείαν τα κορόιδα, εμεις δηλαδή

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Κολινδρός, ο γενέθλιος τόπος

Μια φωτογραφία – Χίλιες μνήμες



Ο Κολινδρός είναι μια μικρή πόλη στους πρόποδες των Πιερίων. Ένα μπαλκόνι στον κόσμο, από το οποίο φαίνονται: Όλυμπος, Βέρμιο, Πάικο, Χορτιάτης, Πανόραμα, Χολομώντας, Θερμαϊκός κόλπος, Θεσσαλονίκη!Ένα αστικό περιβάλλον χωρίς καθόλου κενά μεταξύ των σπιτιών, με πολύ μικρές αυλές. Πιθανότατα κτίστηκε πριν από το 14ο αιώνα στη θέση αρχαίου πολίσματος των Αλεξανδρινών χρόνων. Όλοι οι δρόμοι ήταν με καλντερίμια και ήταν πάντα σκουπισμένοι με ασβεστωμένα τα στενά πεζοδρόμια όπου υπήρχαν. Υπήρχε αποχετευτικό δίκτυο επί τουρκοκρατίας ακόμη. Στη φωτογραφία, η αδελφή μου, είναι ντυμένη με μακεδονική στολή για κάποια γιορτή, και ο δρόμος του σπιτιού μας, όπως ήταν άλλωστε όλοι οι δρόμοι του Κολινδρού.




Το πατρικό μου σπίτι γωνιακό στο κέντρο του χωριού, ήταν διώροφο. Κτισμένο τον 19ο αιώνα, εκεί γεννήθηκε ο παππούς μου, εκεί και ο μπαμπάς μου εκεί και εγώ με τα άλλα τρία αδέλφια μου. Στην παλιά οικογενειακή φωτογραφία το μωρό στην αγκαλιά της μαμάς του είναι ο μπαμπάς μου, που γεννήθηκε το 1907. Επομένως και η φωτογραφία είναι πάνω από 100 χρονών. Ίσως οι νέοι παραξενευτούν που το μωρό αν και αγοράκι, φοράει φουστάνι. Έτσι τα ντύνανε τότε τα μωρά ανεξαρτήτως φύλου. Και προφανώς στη φωτογραφία η γιαγιά μου τους φόρεσε τα καλά τους. Και εκείνη και τα νέα κορίτσια με όλα τους τα κοσμήματα. Αλήθεια, δεν σας θυμίζει ηρωίδα του Μπέργκμαν;


Το ισόγειο και το πρώτο πάτωμα, πετρόκτιστα, ενώ το δεύτερο πάτωμα ήταν κατασκευασμένο από πολύ ελαφρά υλικά, υποθέτω ξύλα και ένα άλλο υλικό που στην Θράκη το λένε τσατμά (λάσπη και άχυρα ίσως) και από πάνω ο σοβάς. Γι αυτό ο τοίχος, στο ισόγειο και στα δωμάτια του πρώτου πατώματος, είχε πάχος πάνω από μισό μέτρο ενώ στο πάνω πάτωμα ήταν στενός, όσο και τα ξύλα των παραθύρων. Στις κόγχες των μικρών παραθύρων στο πρώτο πάτωμα, παίζαμε σπιτάκια με την φίλη μου. Κάγκελα στην αυλή δεν υπήρχαν αλλά ένας ψηλός και χοντρός τοίχος. Η εξώπορτα που ήταν βαριά και ξύλινη με μεγάλα διακοσμητικά καρφιά όσο ένα κύπελλο, δεν κλείδωνε. Το κλειδί θα είχε προ πολλού χαθεί. Δεν θυμάμαι να κλείδωνε τότε κανένα σπίτι, μάλλον δεν χρειαζόταν γιατί ποτέ δεν ήταν άδεια. Υπήρχαν και δυο μεγάλοι κρίκοι που πιθανόν να χρησίμευαν για να περάσουν κλειδαριά. Μόνο το βράδυ, τα σίδερα που ήταν μόνιμα στερεωμένα με κρίκους στον τοίχο πίσω απ την μεγάλη αυτή πόρτα, τα γαντζώναμε και δεν άνοιγε πια.

Υπήρχε και μια προέκταση του κυρίως σπιτιού όπου έμενε το προσωπικό και συνδέονταν μεταξύ τους με ένα στενό μπαλκόνι. Έτσι το σπίτι κτισμένο γύρω γύρω, σε σχήμα Π, άφηνε ένα τετράγωνο ουρανού ελεύθερο.

Στο ισόγειο υπήρχε μια μεγάλη ξύλινη κατασκευή, η καρούτα, όπου έβαζαν τα πατημένα σταφύλια και επίσης δυο μεγάλα βαρέλια για το κρασί. Αυτή η καρούτα ήταν ένα πολύ συναρπαστικό μέρος για παιχνίδι. Τα αγόρια κυρίως έμπαιναν και έβγαιναν όλη μέρα.

Η αυλή και αυτή με καλντερίμι, χώμα πουθενά. Όταν με έβαζε επάνω στο αυτοσχέδιο καρότσι ο αδελφός μου και με σεργιανούσε εκεί, τρανταζόταν τα σωθικά μου. Η αυλή μας... όλος ο κόσμος μας! Ένα πηγάδι που το είχαν προ πολλού μπαζώσει γιατί ήταν επικίνδυνο, περιβάλλονταν από έναν μονόλιθο, σε κυλινδρικό σχήμα.

Δίπλα στο πηγάδι υπήρχε μια πέτρινη λεκάνη για να πίνει το άλογο και μια πέτρα σκαλισμένη, για να πίνουν οι κότες. Οι κότες πολύ λίγες, γιατί χώρος για κοτέτσι δεν υπήρχε και είχε η κάθε μια την δική της φωλιά, στις διάφορες κόγχες του τοίχου.

Μια κληματαριά ξεκινούσε από εδώ και ανέβαινε μέχρι την ταράτσα του βοηθητικού σπιτιού.

Στην άκρη της αυλής το καζάνι όπου έβραζε τα ρούχα η μαμά. Κάθε φορά μάζευε τις στάχτες της προηγούμενης πλύσης που ήταν τα μόνα “σκουπίδια” μας. Δεν υπήρχαν τότε οι συσκευασίες που επιβαρύνουν το περιβάλλον. Τα αγοράζαμε όλα χύμα, πετρέλαιο για τις λάμπες, ρύζι, ζάχαρη, λάδι, φασόλια, βούτυρο Όλυμπος στο λαδόχαρτο, ακόμα και μαστίχα μπαζούκα, 50 λεπτά (ροζ τσιχλόφουσκα)! Και για γιαούρτι ακόμα, με έστελνε η μαμά μου με την καλή σουπιέρα της γιαγιάς να αγοράσω χύμα από σπίτι.



Και αν ήθελε και τυρί έπρεπε να μου δώσει ένα χαρτί για να μου το τυλίξουν. Μόνο το αλάτι και το βαμβάκι θυμάμαι σε χάρτινες συσκευασίες. Το αλάτι έκανε 1,80 δρχ. Τώρα θα μου πείτε πώς θυμάμαι και την τιμή. Αχ! Πως να μην θυμάμαι. Μια φορά τα μεγαλύτερα αγόρια θα έπαιζαν καραγκιόζη και είχαν βάλει και εισιτήριο δυο δεκάρες.

Όταν ζήτησα απ τη μαμά να μου δώσει λεφτά, μου έδωσε δύο δραχμές και μου είπε να πάω να αγοράσω “ένα χαρτί αλάτι” και με τα ρέστα να πάω στον καραγκιόζη. Αγοράζω λοιπόν αλάτι, αλλά τί συμφορά, ο μπακάλης αντί για δυο δεκάρες ρέστα μου έδωσε δύο καραμέλες. Πηγαίνω κλαίγοντας στο σπίτι, γιατί δεν είχα ελπίδες για άλλα λεφτά. Με παίρνει η μαμά απ' το χέρι και πάμε να πείσουμε τα αγόρια να δεχτούν τις καραμέλες αντί για λεφτά. Ένας απ τους καραγκιοζοπαίχτες ήταν και ο Γιάννης ο αδελφός μου. Αλλά και εκείνοι το σκέφτηκαν πολύ (ποιοι θα τις έτρωγαν;) Τελικά δέχτηκαν και είδα καραγκιόζη... και φυσικά δεν την ξέχασα ποτέ εκείνη την παράσταση.


Στο ισόγειο, κάτω απ τη σκάλα, ήταν το κατώι. Εκεί φοβόμουν να μπω αφού ήταν πάντα σκοτεινά, είχε δε ένα τεράστιο πιθάρι μισοθαμμένο μέσα στη γη όπου αποθήκευαν το λάδι (όλα αυτά βέβαια ο παππούς μου) γιατί η ποσότητα του λαδιού που διαθέταμε εμείς ήταν τόση ώστε μας απαγόρευαν να βουτάμε το ψωμί στο λάδι γιατί το απορροφούσε όλο. Θυμάστε την ατάκα στην ταινία των αδελφών Καμπανέλη “Το κανόνι και το αηδόνι”; “ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΛΑΔΙ!” Σ αυτό το κατώι βρέθηκε και αποστακτήρας με το ρακοκάζανο, που έχουν βρει τις θέσεις τους, γλάστρα και θήκη για τα ξύλα του τζακιού.




Πάντα ακούγαμε γοητευμένα τις ιστορίες που μας λέγανε για τον προπάππου μου, τον παππού τον Κυριάκο. Μια ιστορία λέει ότι κάποτε για να γλυτώσει από τους Τούρκους έκρυψε τις λίρες στο ζωνάρι και πήγε για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, όπου μπορούσε να αγοράσει τα χωράφια όπου αργότερα έγινε ο χώρος της ΔΕΘ, αλλά του φάνηκε πολύ μακριά για να έχει εκεί χωράφια. Πολλά μας λέγανε, μπορεί κάποια από αυτά να ήταν μύθοι, αλλά μας έμεινε μια εικόνα ενός άρχοντα με όλη τη σημασία της λέξης! Στη οικογενειακή φωτογραφία ο προπάππους φαίνεται πρώτος από αριστερά και ο παππούς είναι πρώτος από δεξιά, και είναι εμφανής η διαφορά στο ντύσιμο. Για τον παππού τον Γιάννη γράφει στην “Ιστορία του Κολινδρού” (1972) η κ.Κλεοπάτρα Μαμέλη-Πολύζου, ότι ήταν ο πιο πράος και μεγαλόκαρδος Δήμαρχος που πέρασε απ' τον Κολινδρό. Ο οποίος, το χειμώνα που δεν υπήρχαν δουλειές, πήγαινε κάθε πρωί στην αγορά εκεί που περίμεναν οι εργάτες και έπαιρνε όσους είχαν μείνει χωρίς δουλειά. Τους απασχολούσε αναθέτοντάς τους δουλειές όχι απαραίτητες, για να μην τους προσβάλει δίνοντας έτσι λεφτά.


Στο πρώτο πάτωμα, το μισό ήταν δικό μας, γιατί το σπίτι ήταν χωρισμένο κατά ύψος. Δυο μεγάλα δωμάτια και μια μεγάλη σάλα με τζαμαρία που έβλεπε στην αυλή και είχε πανέμορφες μπορντό κουρτίνες από δαμάσκο, κεντημένες περίτεχνα με κορδόνια. Αυτές προστάτευαν και απ τον ήλιο το καλοκαίρι και απ το κρύο το χειμώνα. Δεν υπήρχαν παντζούρια, γι αυτό ήταν απαραίτητες οι χονδρές κουρτίνες. Μια φορά έπαιξαν και άλλο ρόλο αυτές οι κουρτίνες, όταν ψιλά πίσω από αυτές η μαμά κρέμασε την πάνινη σακούλα με τα κουλουράκια, και ήταν το μόνο μέρος που δεν έψαξε ο μεγάλος μου αδελφός. Αυτός ο αδελφός που ήταν το πιο σκανδαλιάρικο παιδί τότε, και έγινε μετά ο πιο καλός, που μόνο να προσφέρει ξέρει σε όλους μας, όταν έβλεπε τη μαμά με τον δίσκο να κερνάει, από την πόρτα έβαζε σημάδι με τη γκαζιά (μπίλια) και... τσακ.. πάει το ποτήρι.

Στο ταβάνι αυτής της σάλας είχε τεράστια δοκάρια, απ' όπου περνούσαμε σχοινί και κάναμε κούνια. Στο πάτωμα τα σανίδια αφήναν τέτοια κενά μεταξύ τους, που έτσι και σου έπεφτε το πενηντάλεπτο εξαφανιζόταν και άντε να περιμένεις την άλλη Κυριακή για να πάρεις κοκοράκι!

Σ' αυτό το πάτωμα ήταν και το δωμάτιο που χρησιμοποιούσαμε σαν κουζίνα. Η πραγματική κουζίνα του σπιτιού ήταν “απου κείθι”, και η βοηθητική ήταν στο κομμάτι του σπιτιού που γκρεμίστηκε. Έτσι εμείς είχαμε μία τεράστια μαρμάρινη λεκάνη με τρύπα που κατέληγε σε ένα γκαζοτενεκέ και από πάνω η “φουσκίνα” (μεταλλικό μικρό ντεπόζιτο με βρυσάκι που στην υπόλοιπη Ελλάδα, το λένε μουσλούκι) Έτσι έπρεπε να ανεβάζουμε νερό να γεμίζουμε τη φουσκίνα και όταν γέμιζε ο τενεκές να τον κατεβάζουμε (όχι εγώ δηλαδή, οι μεγάλοι).

Ψυγείο φυσικά δεν υπήρχε αφού δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, μα ούτε και παγωνιέρα που αγοράσαμε μόλις πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Τα τρόφιμα, δηλαδή λίγο τυρί, κανένα βιτάμ,.... τα βάζαμε στο “φανάρι” που ήταν κρεμασμένο σαν κλουβί απ' το δοκάρι για να αερίζεται και να μην φτάνει ούτε η γάτα ούτε κανένα ποντικάκι και φυσικά ούτε οι μύγες.

Πίσω απ τη σκάλα με το ξυλόγλυπτο κάγκελο που οδηγούσε στο δεύτερο πάτωμα ήταν μια μικρή αποθήκη που έκλεινε με ένα μάνταλο. Ήταν η αποθήκη μας, αν και δεν είχαμε και τίποτα να αποθηκεύσουμε. Μια φορά άνοιξα και είδα τα μάτια της γάτας να φωσφορίζουν και πάγωσε το αίμα μου. Ήταν δε και η απειλή για τις σκανδαλιές μας. Εκεί μέσα ήταν “ου μούτους”.


Στο δεύτερο πάτωμα που είχε την ίδια διαρρύθμιση με το πρώτο, υπήρχε και “η καλή η κάμαρα” με πέντε παράθυρα, που ανοίγανε συρταρωτά προς τα επάνω. Εδώ στον καναπέ, όπως και σε όλα τα δωμάτια, στα μαξιλάρια του τοίχου στρώναμε μακάτια. Τα μακάτια ήταν πάντα άσπρα και κατέληγαν σε δαντέλα, ασπροκέντημα ή απλό γαζί τα καθημερινά. Αυτά τα τελευταία χρησιμοποίησε μια φορά η μαμά για να ντύσει τον αδελφό μου τον Αλέκο τσολιά, και την άλλη μέρα επανήρθαν στον προορισμό τους.


Στην επόμενη φωτογραφία του Μακεδονικού Μουσείου Κολινδρού φαίνεται πώς ήταν αυτές οι καλές οι κάμαρες,


και εδω τα παμπάλαια σταχτοδοχεία μας


και το τραπέζι μας της καλής της κάμαρας, με το μοναδικό κεραμικό αγγείο


Στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μας με το μεγάλο μεταλλικό και στις κολώνες του επιχρυσωμένο κρεβάτι, υπήρχε και τζάκι. Όμως δεν θυμάμαι να το ανάψαμε ποτέ. Η σόμπα, με ξύλα φυσικά, ήταν πολύ πιο πρακτική. Και στο δωμάτιο που κοιμόμασταν μαζί με την αδελφή μου είχαμε ένα όμορφο σιδερένιο κρεβάτι. Το χειμώνα τα βράδια, όταν καίγαμε τη σόμπα σε δωμάτιο του 1ου πατώματος και η θερμοκρασία στο 2ο πάτωμα μπορεί να ήταν και στους 0 βαθμούς, με έπιανε ο ύπνος εκεί στη ζέστη και έκανα το κορόιδο για να ανεβεί πρώτα η αδελφή μου, να ζεστάνει το κρεβάτι μας και μετά να με ανεβάσουν εμένα αγκαλιά :-)


Ένα δωμάτιο, αλλά απ αυτά που έμενε ο θείος με την οικογένειά του, ήταν γεμάτο με εικόνες και έμοιαζε σαν εκκλησία. Και της γιαγιάς το δωμάτιο, ήταν εκεί, και όταν ακόμα έμενε μαζί μας όλη την ημέρα, για ύπνο πήγαινε “απού κείθι”. Η γιαγιά Βέτα! (στη οικογενειακή φωτογραφία κρατάει στην αγκαλιά της το μπαμπά). Μέχρι μια εβδομάδα πριν το τέλος της στα 107 της χρόνια, ξυπνούσε το πρωί, πλενόταν, χτενιζόταν, ντυνόταν στην τρίχα, περνούσε από όλους και τους έλεγε έναν έναν καλημέρα, και μετά καθόταν στο τραπέζι για το γάλα της. Στην επόμενη φωτογραφία μετά τα 100 της χρόνια, προφανώς Κυριακή, αφού δεν πλέκει.


Στον Κολινδρό είχαμε ένα ρολόι ξυπνητήρι που δούλευε μόνο μπρούμυτα, το γυρνούσα έβλεπα την ώρα και πάλι το έβαζα μπρούμυτα. Και όταν έλεγα “γεια σου γιαγιά, πάω στο σχολείο” εκείνη ρωτούσε “χτύπσι η καμπάνα”; της είχε μείνει η συνήθεια από τότε που για να πάνε τα παιδιά στο σχολείο χτυπούσε η καμπάνα γιατί δεν είχαν όλοι ρολόγια στο σπίτι. Η καμπάνα ήταν ο ντελάλης για τα καλά αλλά και τα κακά μαντάτα. Σχολείο, εσπερινός, γάμος, λειτουργία, βαφτίσια, αλλά και πόλεμος, φωτιά, κηδεία...

το σχολείο μου


Στη σάλα αυτού του 2ου πατώματος υπήρχε μόνον ένας μπουφές, “του μπουρό” και το μεγάλο τραπέζι του φαγητού. Το μπουρό ήταν ένα έπιπλο, κλειστό στο κάτω μέρος και με βιτρίνα στο πάνω. Ήταν δε γεμάτο με πανέμορφες πορσελάνες, γυαλικά και λίγα ασημικά.



Ήταν τα ψώνια που έκανε η γιαγιά όταν πήγαινε για θερμά μπάνια στον Λαγκαδά ή για να επισκεφτεί κάποια συγγενή της στη Σιάτιστα.

Όλοι ξέρουμε τη Σιάτιστα του νομού Κοζάνης, με τα πανέμορφα αρχοντικά της, και την μεγάλη άνθισή της στο τέλος του 19ου αιώνα. Στη επόμενη φωτογραφία το ασημένιο σκεύος που μοιάζει με ουφο ήταν για το σερβίρισμα του γλυκού, αλλά η μαμά δεν το χρησιμοποιούσε γιατί το γυάλινο εσωτερικό είχε προ πολλού σπάσει. Ασε που ήταν δύσκολο να το κρύψει από εμάς και αν το τρώγαμε δεν θα είχε γλυκό να "ξεντροπιαστεί"

Λίγα σώθηκαν από τα πανέμορφα και πολύτιμα αυτά πράγματα γιατί βέβαια τα χρησιμοποιούσαμε καθημερινά, δεν υπήρχε τότε η δυνατότητα για αγορά καινούριων.



Πολλά απ τα σπάνια αντικείμενα που ειχε η γιαγια τα πέρναμε για να παίζουμε. Ένα απ αυτά το καταπληκτικό σίδερο που δούλευε με πετρέλαιο, και επειδή είχε χαλάσει δεν το εμπιστευόταν η μαμά, αλλά σιδέρωνε με το κλασσικό σίδερο με κάρβουνα. Έτσι εγώ σιδέρωνα τα ρούχα της κούκλας μου με το μοναδικό αυτό σίδερο.



Εκεί επίσης, πάνω απ΄ τη σκάλα υπήρχε κάτι σαν ένα μεγάλο ράφι όπου θυμάμαι ένα πολύ ψηλό και κομψό γυάλινο πράσινο βάζο. Ήταν τετράγωνο στη βάση του, λέπταινε στη μέση και άνοιγε πάλι. Όμοιό του είδα πολύ αργότερα στο μουσείο των Ιωαννίνων, μέσα στο κάστρο.

Πάρα πολλά όμως, από αυτά τα αντικείμενα η μαμά τα χάριζε στους συγγενείς που μας επισκεπτόταν απ' την Αμερική. Έτσι τα πιο πολύτιμα πάνε, πέρασαν τον Ατλαντικό, και εμάς, μας έμεινε το ταξιδιωτικό μπαούλο του θείου, με το μονόγραμμά του: BJK.



Απ' το ψηλό μπαλκόνι με τα περίτεχνα κάγκελα, η θέα πάνω απ' τις στέγες των άλλων σπιτιών ήταν μοναδική. Όταν ο καιρός ήταν καλός βλέπαμε όλον τον Θερμαϊκό, και τις νύχτες τα φώτα της Θεσσαλονίκης...

Θεσσαλονίκη! Φάνταζε για μας, σαν μια πολύ μακρινή πολιτεία και καταλαβαίναμε αν ήρθε το λεωφορείο από εκεί, όταν βλέπαμε κάποιους να κουβαλούνε μερικά σουσαμένια κουλούρια περασμένα σε ένα σπάγκο! Ήταν το δώρο για τα τυχερά παιδιά που είχαν επισκέψεις απ τη Θεσσαλονίκη.


Το σπίτι είχε και ηλεκτρική εγκατάσταση και δεν ξέρω αν άλλο σπίτι είχε εκείνη την εποχή. Η ΔΕΗ δεν είχε φέρει ρεύμα όταν ζούσαμε εμείς στον Κολινδρό, αλλά πολύ παλαιότερα υπήρχε τοπική γεννήτρια. Ε! λοιπόν αυτή η εγκατάσταση δεν ήταν με καλώδια όπως τα ξέρουμε εμείς σήμερα, δεν είχαν πλαστικό περίβλημα. Ήταν φτιαγμένα από μέταλλο τυλιγμένο με ένα ύφασμα εμποτισμένο σε πίσσα για μόνωση, που σου μαύριζε τα χέρια. Κάθε τόσο ο αδελφός μου, τραβούσε και ξήλωνε αυτά τα καλώδια για να κάνει αυτοκινητάκια ή για να κάνει μπικουτί η αδελφή μου.

Τα παιχνίδια μας! Σχεδόν πάντα αυτοσχέδια. Αξιοποιούσαμε το κάθε τι. Τυχεροί εμείς που είχαμε δίπλα μοδίστρα. Με τα ξύλινα καρούλια που άδειαζαν, και λίγο σύρμα απ' τις μπάλες του άχυρου, ο αδελφός μου έφτιαχνε αυτοκινητάκια. Με τα ολοκαίνουρια κομμάτια υφάσματος που περίσσευαν, εγώ έραβα ρούχα για την κούκλα μου, και τα εσωτερικά απ' τα μασουράκια ήταν τα τσιγάρα μας. Και η κούκλα από κουρέλια φυσικά. Το κεφάλι της από άσπρο ύφασμα με ζωγραφισμένα τα χαρακτηριστικά της και μαλλιά από μαλλί πλεξίματος. Όταν βρήκε ο αδελφός μου μία ρόδα από παλιό παιδικό καροτσάκι στο λάκκο, χρησιμοποιώντας και κάποια παλιά σανίδια έφτιαξε ένα καρότσι και φυσικά τι θα κουβαλούσε; εμένα!



Και μια φωτογραφία της δεκαετίας του 1930. Είναι η ποδοσφαιρική ομάδα, ΔΙΑΣ Κολινδρού, με τον μπαμπά “πρόεδρο” ή “προπονητή”... πάντως παίκτης δεν ήταν αφού είναι ο μόνος που εικονίζεται με κουστούμι. Αξίζει να προσέξουμε ότι μερικοί ποδοσφαιριστές φοράνε φιλέ στα μαλλιά για να μην χαλάει η κόμμωση απ' τον αέρα! Στον Κολινδρό, όταν κάποιος ήταν αχτένιστος και τα μαλλιά του πετούσαν λέγαμε “Χτινίς λίγου, είσι σαν αρίτσιους”



Σας ευχαριστώ που διαβάσατε ως το τέλος αυτό το άδειασμα ψυχής. Ξέρω, παρά ήταν προσωπικό και παρά ήταν μεγάλο, αλλά το είχα υποσχεθεί στην επόμενη γενιά.


Ορίστε και ένα παραδοσιακό τραγούδι που μιλάει για ένα στρουμπουλό κορίτσι, εγώ δεν ήμουν τότε στρουμπουλό πάντως :-)

Ινά κουρίτσ απ' του Κουλιντρό

http://www.youtube.com/watch?v=TJ_618_Aies