Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Η 3η πατρίδα μου (μέρος 4ο)

Άρωμα καπνού


Στην
προσχολική μου ηλικία και μέχρι τα εννιά
μου χρόνια, για τρεις συνεχόμενες χρονιές
βάζαμε και εμείς καπνό όπως όλες σχεδόν
οι οικογένειες στον Κολινδρό. Για μια
οικογένεια που πάντα είχε τον τρόπο της
και ξαφνικά έμεινε χωρίς άλλους πόρους,
δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ετσι κάθε χρόνο το
καλοκαίρι θυμάμαι, ο μπαμπάς μου με τη
βοήθεια του θείου μου, φτιάχναν ένα σπιτάκι από ξύλα στη μέση ενός χωραφιού και μέναμε εκεί για μερικούς μήνες του
καλοκαιριού. Η στέγη ήταν από λαμαρίνες
και οι τρύπες που υπήρχαν βούλωναν με
μιλούρα (η μαυρίλα που άφηνε ο καπνός
στα χέρια)। Η επίπλωση ήταν δύο
αυτοσχέδια ξύλινα κρεββάτια
όπου κοιμόμασταν τα τέσσερα αδέλφια
και η μαμά μας, και ενα αλουμινένιο
ντιβάνι, σχεδόν στην είσοδο της καλύβας
όπου κοιμόταν ο μπαμπάς. Να σας πω την
αλήθεια δεν θυμάμαι που ακριβώς κοιμόταν
η μαμά, ποτέ δεν προέβλεπε για τον εαυτό
της τίποτα. Πρώτα όλοι οι άλλοι. Ασε που
δεν βλέπαμε καν αν είχε χρόνο να κοιμηθεί.
Από σκεύη, τα μόνα που θυμάμαι είναι
ένα γυάλινο μπουκάλι που πήγαινα εγώ
να το γεμίσω κάθε λίγο στην κοντινή πηγή
και μερικά εμαγιέ κατσαρόλια (σαν τις
σημερινές κούπες) για να πίνουμε νερό.
Τα σκεύη της κουζίνας και ο καθημερινός
αγώνας με αυτά, ήταν δουλειά της μαμάς
που τα φρόντιζε και τα προστάτευε από
σκόνη και απ τα ζωηρά παιδιά της, γι αυτό
και δεν θυμάμαι τίποτα από αυτά.. Ημουν
η πιο μικρή και χαϊδεμένη και δεν δούλεψα
ποτέ. Τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, στην
εφηβεία. Και είχαν το μεγαλύτερο όγκο
της δουλειάς. Καρύκια (φυτώρια), φυτεία,
πότισμα, σπάσιμο, μπούρλιασμα (πέρασμα
με βελόνες σε ράμματα), άπλωμα στον ήλιο
και στο τέλος του καλοκαιριού ερχόταν
μια μηχανή να κάνει το καπνό δέματα.


Λιάστρες που ακόμα και τώρα χρησιμοποιούνται από καπνοκαλλλιεργητές

(Παλιά φωτογραφία από το Μαγικό Ξάνθης)

Εκεί στο χωράφι λοιπόν γινόταν όλα, με ότι μέσα
διαθέτανε. Και θα πρέπει να ήταν πάρα
πολύ δύσκολο αν σκεφτούμε οτι το σπίτι
μας, ήταν κλασσικό μακεδονίτικο αρχοντικό,
δυόροφο με δέκα δωμάτια μοιρασμένα σε
δυο οικογένειες.

Και
από εισόδημα; όταν πουλούσαν το καπνό,
και αν ο εκτιμητής δεν το έβγαζε εν τω
μεταξύ σκάρτο, και πέρνανε κάποιο ποσό,
με το ζόρι έφτανε να καλύψει τα βερεσέδια
όλου του χρόνου, και να αγοράσει η μαμά
λίγα μέτρα έτοιμη δαντελένια κουρτίνα
που μόλις τότε βγήκε, και ότι άλλο
χρειαζόταν για να μας έχει εμάς άψογα!

Εκείνα
τα χρόνια προσπαθούσαμε τα εξασφαλίσουμε
διάφορα κουτιά από τσιγάρα. Το πάνω
μέρος τους το χρησιμοποιούσαμε για να
παίζουμε ένα παιχνίδι με κάρτες, και
την ανάποδη του σκληρού κουτιού, για να
σχεδιάζουμε, να κάνουμε τρύπες με την
καρφίτσα σε απόσταση 2 χιλιοστών περίπου
και να κεντάμε μετά περνώντας το βελόνι
απ’ αυτές τις τρύπες. Τα πιο σπάνια κουτιά
ήταν από τσιγάρα ΔΗΛΟΣ και Sante
που μας γοήτευε με την απελευθερωμένη
γυναίκα που εικονιζόταν σε αυτό

…και
ήρθε το 1961 και με την τεράστια εσωτερική
μετανάστευση πήγαμε στη Θεσσαλονίκη.
Αλλά τα καπνά δεν τα ξεχνούσα. Καθημερινά
άκουγα τη μαμά μας να λέει πόσο δύσκολα
ήταν.

Αλλά
και όποτε περνούσα απ’ την οδό Βασ.
Ηρακλείου, ένα μείγμα μυρωδιάς καπνού
και σοκολάτας έμενε στα ρουθούνια μου
για μέρες. Ήταν εκεί ένα καπνομάγαζο
και απέναντι το εργοστάσιο του Φλόκα…

Και στο σπίτι,
ο μπαμπάς να συμβουλεύει τα αγόρια να
μην καπνίσουν τουλάχιστον ώσπου να πάνε
στρατιώτες, και τελικά δεν κάπνισαν
ποτέ. Αλλά εμάς τα κορίτσια δεν μας
συμβούλεψε ποτέ, γι αυτό καπνίζαμε. Και
όταν καμιά φορά ερχόταν απ’ τη δουλειά
και του μύριζε το δικό μας τσιγάρο, μας
έλεγε "γιατί δεν ανοίγεται κανένα παράθυρο
να μην το καταλάβω;"

Είχαμε
και το πειραχτήρι τον ξάδελφό μας, φοιτητής τότε, που
καμιά φορά με έστελνε με μία δραχμή στο
περίπτερο και του αγόραζα 4 τσιγάρα
χύμα. Και άλλες φορές μας κερνούσε
τσιγάρο, και μετά έσερνε τα πόδια να
νομίζουμε οτι έρχεται η γιαγιά και το
σβήναμε άρον άρον…

…και
ήρθε το 1977, άνοιξα τα φτερά μου και πήγα
να δουλέψω στο καινούριο τότε Δημοκρίτειο
Πανεπιστήμιο, στην Ξάνθη.

Την
πρώτη μέρα που ήρθα γινόταν τα εγκαίνια
του Λαογραφικού Μουσείου της ΦΕΞ
(Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης).


Εκεί
είδα μερικά έργα τέχνης φτιαγμένα από
πολύ μικρά φύλλα καπνού και κάποιες
αναφορές στην ιστορία του. Εχουν γραφτεί
πολλά σχετικά βιβλία για την ιστορία
του καπνού σε Ξάνθη και Καβάλα. Ολη η
πρωτοπορία που εργατικού κινήματος
ήταν καπνεργάτες. Μα αλίμονο, κανένας
σεβασμός σ αυτήν την ιστορία. Στην Ξάνθη
όταν ήρθα, μία περιοχή ήταν όλο τεράστια
κτίρια πρώην καπνομάγαζα – καπναποθήκες,
στο κέντρο σχεδόν της πόλης.



Και
κολλητά σε αυτά ωραιότατα σπίτια,
φτιαγμένα με απίστευτο μεράκι.

Τα
πιο πολλά έμειναν έτσι στο έλεος του
χρόνου, και της “ιδιωτικής πρωτοβουλίας”
διαλύθηκαν ή κάηκαν. Πολλά χάσκουν με
τα τζάμια σπασμένα και τους ισόγειους
χώρους σκουπιδότοπους. Μερικά όμως
σώθηκαν όπως αυτά που στεγάζουν την
Ακαδημία Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης

την
Υπερνομαρχία, και το ΚΑΠΗ
του Δήμου Ξανθης


Κάτι
άλλο που θυμάμαι επίσης, είναι κάποια
καλοκαιρινά βράδια, όταν μετά από
ολονύκτιες συζητήσεις στην πλατεία της
Ξάνθης, αποφασίζαμε να πάμε για ύπνο.
Μόλις κάπως δρόσιζε, θυμόμασταν ότι
στις επτά έπρεπε να ξυπνήσουμε για να
πάμε στη δουλειά, και επομένως να
κοιμηθούμε. Τότε στην απόλυτη ησυχία
της μικρής μας πόλης, ακουγόταν κάποια
κάρα, με ολόκληρες οικογένειες επάνω, που πηγαίναν για
σπάσιμο καπνού.

Η
μυρωδιά του καπνού μου έρχεται στα
ρουθούνια και τώρα ακόμα πολλά βράδια
του καλοκαιριού. Στο χωριό που μένουμε
το καλοκαίρι, κοντά στο σπιτάκι μας,
καλλιεργούν καπνό και τα βράδια οταν
έχει ζέστη, υγρασία και νοτιά, το άρωμα
του φρέσκου καπνού μπαίνει απ το παράθυρό
μου, μαζί με το τραγούδι του γρύλου, και
μου ξυπνάει παιδικές μνήμες.

Στην Ξάνθη, στο βουνό και στον κάμπο, εξακολουθούν να καλλιεργούν καπνά. Στο βουνό οι πομάκοι, και στον κάμπο οι τούρκοι, τα δουλεύουν μόνοι τους. Ομως στον κάμπο επίσης κάθε καλοκαίρι κατασκηνώνουν οικογένειες τσιγγάνων και αναλαμβάνουν τη δουλεία, στα καπνοχώραφα αυτών που διαθέτουν πολλά στρέματα. Εδώ υπάρχει το συνεταιριστικό εργοστάσιο ΣΕΚΑΠ που απορροφά όλη τη σοδειά, αλλά από όσο ξέρω έχει μόνιμο πρόβλημα επιβίωσης….

Λένε
οτι κ
άποιο
μυστήριο υπάρχει στα καπνοτόπια. Ο
συνδυασμός των κλιματολογικών αλλαγών,
ήλιου και υγρασίας, το φτωχό χώμα, οι
εργασίες της μεγάλης υπομονής και
επιμέλειας των καπνοπαραγωγών, η αργή
ζύμωση δίνουν την ευγενέστερη, την πιο
υγιεινή ποικιλία, τις μικρόφυλλες
γευστικές και αρωματικές ποικιλίες.
Από
αυτά τα ανατολικά

καπνά ο καπνός της Μακεδονίας και της
Ξάνθης (ιδιαίτερα της Χρύσας και της
Μορσίνης)
υπερείχε
πάντα.

Την
μυρωδιά λοιπόν του φρέσκου αλλά και του
αποξηραμένου καπνού όποτε την συναντήσω
την αναπνέω με απόλαυση, συνοδεύει τη
ζωή μου εδώ και πενήντα σχεδόν χρόνια…όμως δεν καπνίζω εδώ και 32 χρόνια και την καπνίλα που έχει εμποτίσει
τα σπίτια, τα ρούχα, τα βιβλία, τα μαλλιά
των νέων ανθρώπων… δεν την αντέχω :-)

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Η τρίτη πατριδα μου (Μέρος 3ο)


Η περίφημη "μπάρα"


Είμαστε στο καλοκαίρι του 1977. Ένας
φίλος γιατρός έκανε το αγροτικό του,
στα πομακοχώρια της Ξάνθης. Προς τιμήν
του γιατρού λοιπόν, ένας χωριανός έσφαξε ουλάκι
(μικρό κατσικάκι) και τον κάλεσε. Και
κείνος πήρε μαζί του τον ξάδελφό του
και εμένα που ήμουν νίοφερτη στην Ξάνθη
να πάμε παρέα.

"Αύριο
πρωί, μου λέει, να πας στην αστυνομία να
βγάλεις άδεια”.

"Ορίστε;"

Και
όμως φίλοι μου στον δρόμο απ την Ξάνθη
προς το βορρά μετά από οκτώ χιλιόμετρα
ο δρόμος χωρίζεται. Αριστερά αν πας,
κατευθύνεσαι προς Σταυρούπουλη – Δράμα.
Δεξιά όμως στην αρχή του δρόμου για
Εχίνο και άλλα μικρά χωριά, υπήρχε
στρατιωτικό φυλάκιο με την περίφημη
“μπάρα” και για να περάσεις χρειαζόταν
ειδική άδεια απ την αστυνομία. Επιτηρούμενη
ζώνη! ήταν όλη η ορεινή περιοχή στα σύνορα
με την Βουλγαρία
και
στην οποία βρίσκεται το σύνολο σχεδόν
των χωριών των Πομάκων
!
Αυτή η μπάρα καταργήθηκε όταν Υπουργός
Άμυνας ήταν ο Γεράσιμος Αρσένης. Το
βράδυ μετά από ορισμένη ώρα δεν επιτρεπόταν
η είσοδος και η έξοδος και υπήρχαν
περιπτώσεις ετοιμόγεννες γυναίκες που
κινδύνευε και η ζωή τους ακόμα να μην
μπορούν να κατεβούν στην Ξάνθη…

Πήγα
λοιπόν και εγώ πρωί πρωί στην αστυνομία,
βγάζω άδεια, και το απόγευμα συναντιώμαστε,
και με το κατσαριδάκι του Πάρι ξεκινάμε.
Ενας απίστευτα στενός δρόμος! Στροφές,
λακούβες, χώμα, χαλίκι, άσφαλτος, το ένα
διαδέχονταν το άλλο χωρίς προειδοποίηση,
χωρίς σήμανση. Κάποτε φτάσαμε στη Μύκη,
το χωριό όπου ήταν το αγροτικό ιατρείο,
και καθίσαμε να πιούμε καφέ. Μία εικόνα
που θύμιζε δεκαετία του 50, με ότι νοσταλγικό αλλά και μίζερο σημαίνει αυτό. Πολλά
παιδάκια παίζανε δίπλα στον μικρό
χείμαρρο που διέσχιζε το χωριό. Και ένα
πανέμορφο τζαμί που θαρρείς και μπήκε
ένθετο από άλλη εικόνα. Με πολύ όμορφα
χρώματα και διακοσμήσεις. Έβγαλα τα
παπούτσια και μπήκα… εντυπωσιακό! σαν
να ήμουν αλλού.

Φεύγοντας
απ το χωριό πρόσεξα ένα εκκλησάκι!

"Μα
καλά,
ρωτάω, έχει και χριστιανούς το
χωριό;
"

"Οχι"

?????

Και
έτσι έμαθα οτι σε όλα τα πομακοχώρια
έχει και εκκλησάκια που κτίστηκαν επί
χούντας και ας μην υπάρχει ούτε ένας
χριστιανός (μάλλον σε μερικά υπάρχει ένας χωροφύλακας)

Το
σούρουπο φτάσαμε στον Κένταυρο όπου
ήταν καλεσμένος ο φίλος μας. Πάμε λοιπόν
σε ένα μαγαζάκι απίστευτο. Ούτε στις
παλιές ελληνικές ταινίες είχα δει κάτι
τέτοιο. Ολα σε ένα. Μπακάλικο, καφενείο,
χειροκίνητο τηλεφωνικό κέντρο,
ψιλικατζίδικο… Μερικά ράφια στρωμένα
με ξεθωριασμένα εμπριμέ χαρτιά,
φιλοξενούσαν τσιγάρα, ρύζι, κονσέρβες,
Τ
ide,
από
δυο τρία κομμάτια. Μια αυτοσχέδια
ξυλόσομπα στη μέση (πρώην βαρέλι) και δυο τρία τραπεζάκια
με τις αντίστοιχες καρέκλες, συμπλήρωναν
τον εξοπλισμό. Μία μικρή πόρτα και ένα
μεγαλούτσικο παράθυρο με αλλεπάλληλες
στρώσεις λαδομπογιάς που δεν ήξερες
πιο ήταν το αρχικό και πιο το τελικό
χρώμα. Είχε νυχτώσει βέβαια και όπως
γυρνάω το βλέμμα μου στο παράθυρο,
αντικρίζω μια εικόνα που δεν θα την
ξεχάσω ποτέ. Στα σκοτεινά τζάμια της πόρτας και
του παράθυρου ήταν κολλημένα πρόσωπα
με τα μάτια ορθάνοιχτα να με παρακολουθούν.
Μικρά παιδάκια και γυναίκες έβλεπαν το
μοναδικό θέαμα μιας κοπέλας με μίνι
φουστίτσα, να τρώει και να πίνει μόνη
της με μερικούς άντρες. Μια αεράτη και
άνετη Κολινδρινή - θεσσαλονικιά, που προκαλούσε τα
σχόλια ακόμα και του πανεπιστημιακού
κύκλου με την αντικομφορμιστική της
συμπεριφορά, σε έναν άλλο κόσμο!

Καλά…
το ουλάκι που ήταν όλο για μας, ήταν
απίστευτα τρυφερό και νόστιμο. Και χωρίς
άλλα μπινελίκια παρά μόνον ψωμί και
ρετσίνα το τσακίσαμε. Και όταν επιστρέψαμε
στην Ξάνθη, αναρωτιόμουν ήταν αλήθεια
ή όνειρο όλα αυτά; Κρίμα όμως δεν υπάρχουν
φωτογραφίες να σας δείξω.

Η
μοναδική μας φωτογραφία σήμερα είναι
της μικρούλας που φοράει την χαρακτηριστική
στολή που την έχω δει μόνο στην Σμύνθη
και τη Μύκη. Ολες οι γυναίκες έχουν αυτή
τη φορεσιά για καλή. Ολες οι ποδιές είμαι
φτιαγμένες από αυτό το καρώ ύφασμα.

Τώρα
βέβαια δεν υπάρχει αυτό το κλίμα. Αν
πάτε ακόμα και στον Εχίνο που είναι μια
μικρή πόλη με τρία τεράστια τζαμιά και όπου
απαγορεύεται το αλκοόλ, θα δείτε τα
βράδια στον απόμερο δρόμο παλικάρια με
μηχανάκια να φιλιούνται με τα κορίτσια
τους. Όλα είναι φυσικά βέβαια, αλλά αυτό
που εγώ δεν μπορώ να βλέπω είναι η βρωμιά,
αποτέλεσμα της κατανάλωσης. Στο ποτάμι
που διασχίζει όλα αυτά τα χωριά θα δείτε
μέσα, κάθε είδους συσκευασία… κρίμα.

Και μία άλλη επίσκεψή μου στα πομακοχώρια θα μου μείνει αξέχαστη. Είμαστε και πάλι στον πρώτο χρόνο της εγκατάστασής μου στην Ξάνθη. Ηταν ένα ανοιξιάτικο σαββατοκύριακο, και ξεκινήσαμε με μια μεγάλη παρέα ξανθιωτών κυρίως, για τις Θέρμες. Είναι τρία χωριά με το ίδιο όνομα που οπως δείχνει το όνομά τους έχουν θερμά λουτρά. Μετά από εκεί είναι το τελευταίο χωριό η Μέδουσα. Κλείσαμε λοιπόν ενα σπίτι με ενοικιαζόμενα δωμάτια που στο ισόγειο είχε εστιατόριο. Αλλά όλα αυτά λειτουργούν μόνο το φθινόπωρο που έχουν επισκέπτες τα λουτρά. Έτσι πήραμε μαζί μας υλικά και μαγειρέψαμε στην κουζίνα του εστιατορίου. Μετά το φαγητό βγήκαμε τα πλύνουμε τα πιάτα έξω. Γύρω γύρω να υπάρχει ακόμα χιόνι, και από μια βρύση να τρέχει έτσι ελεύθερα ζεστό αχνιστό νερό!

Μα το μοναδικό θέαμα ήταν το βράδυ, όταν πήγαμε μια βόλτα με τα πόδια. Οι ελάχιστοι κάτοικοι του χωριού είχαν προ πολλού μαζευτεί στα σπίτια τους, και έτσι υπήρχε απόλυτη ερημιά, απόλυτη ησυχία. Ενας χωματόδρομος χωρίς φωτισμό, ένας πεντακάθαρος ξάστερος ουρανός και από παντού, όπως έτρεχαν ελεύθερα τα ζεστά νερά, να ανεβαίνουν υδρατμοί. Ενα θέαμα απόκοσμο και ονειρικό!

Από τότε πολλές φορές επισκεύτηκα τα πομακοχώρια, οποιος έρχεται στη Ξανθη θέλει μια επίσκεψη σ αυτά. Μα τωρα πια δεν εχει καμιά γοητεία, γιατί η μισή ανάπτυξη βοήθησε βεβαια τους ανθρωπους αλλα πρόσθεσε και στοιχεία εκφυλισμού…

Οι άνθρωποι πάντως διατηρούν έναν σεβασμό… σεβασμό στον πατέρα που του φιλούνε το χέρι, σεβασμό στον επισκέπτη, σεβασμό στις παραδόσεις…

…για μένα όμως αυτος ο "σεβασμός" είναι στοιχείο υπανάπτυξης γιατί ψηφίζουν ότι προστάξει ο πατέρας! ετσι σε προεκλογικές επισκέψεις στα χωριά αυτά, συκώνονται όλοι όρθιοι, χαιρετούν με χειραψία, κερνάνε τσάι, ακούνε με προσίλωση, και εκεί που φεύγεις με τη σιγουριά ότι υπάρχει ταυτότης απόψεων, την επόμενη Κυριακή παίρνεις μόνο την ψήφο του εκλογικού αντιπρόσωπου :-)


ΠΑΡΑΔΟΣΗ; σηκώνει μεγάλη συζήτηση, να ένα θέμα που θα άξιζε να το κουβεντιάσουμε…


Πρόσφατα πήγα μια βόλτα ως το "9ο"…. και ιδού πώς είναι σήμερα το σημείο αυτό



και δίπλα απ όλα αυτά περνάει το ποτάμι μας, ο Κόσυνθος!


Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Η τρίτη πατρίδα μου - 2ο μέρος

Μια βόλτα στο πασίγνωστο Παζάρι της Ξάνθης


Τοπαζάρι της Ξάνθης , λαϊκή αγορά όπως
λέτε στην υπόλοιπη Ελλάδα, είναι
φημισμένο για το μέγεθός του και για τον πλούτο του। Τα Σάββατα, την άνοιξη καιτο φθινόπωρο, πολλά πρακτορεία ταξιδίων
οργανώνουν εκδρομές σε συνδυασμό με
μια επίσκεψη σ’αυτό. Και δεν υπάρχει
κανείς εδώ που να μην κάνει ένα πέρασμα. Και από τα χωριά του βουνού κατεβαίνουν οι άνθρωποι για να ψωνίσουν και να διασκεδάσουν. Κάποτε έφερναν ξύλα απ το δάσος και τα αντάλλασαν με πράσα ή άλλα τρόφιμα που μπορούσαν να διατηρηθούν. Δεν υπήρχαν ψυγεία δεν υπήρχαν και τακτικές συγκοινωνίες. Ετσι για πολύ κόσμο ήταν ένα ταξίδι, όχι και τόσο εύκολο.

Στο χώρο αυτό υπήρχαν και δυο τρεις μικροί "οίκοι ανοχής", και ένα ταβερνάκι. Και μεσα στο παζάρι, θα βρειτε ακόμα να πουλάνε μπουγάτσα, λουκάνικα, γλειφιτζούρια κοκκοράκια, παγωμένα νερά και σαλέπι. Ετσι τα πάντα!!! μπορούσε να βρει ο επισκέπτης. Τον πρώτο καιρό απ τα ψηλά τα παραθύρια του πανεπιστημίου, όταν το κόκκινο φωτάκι του "σπιτιού" ήταν αναμμένο σχολιάζαμε κατα πόσο ήταν γρήγορος ο επισκέπτης του.

Εδώ ήταν και ένας αλευρόμυλος. Μια φορά, βλέπουμε κάποιον συνάδελφο να πλένει το αυτοκίνητο του Καθηγητή του, πρώην στρατιωτικού (του είχε μείνει η νοοτροπία). Μόλις τελειώνει, βγαίνει από μια τρύπα στον τείχο, ένα σύννεφο από αλεύρι, που κόλλησε επάνω στο βρεγμένο αυτοκίνητο. Ηταν λίγο μετά την μονιποποίησή μας, αλλά η εξάρτηση απ’ τους καθηγητές δεν μπορούσε να αποβληθεί εύκολα. Εξάρτηση και αξιοπρέπεια δύσκολα να συνυπάρξουν.

Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορείς
να το βρεις στο παζάρι. Από στοκ ακριβών ρούχων, με
κομμένες τις φίρμες βέβαια, έως ρούχα
μαϊμούδες με φίρμες παραπλήσιες διάσημων.
Ετσι είσαι πιο σίγουρος όταν το ρούχο
έχει κομμένη τη φίρμα.

Οταν στον κλάδο
μας αποφασίζαμε πού θα γίνει το επόμενο
Συνέδριο, οι μόνιμες προτάσεις ήταν η
Ξάνθη και τα Γιάννενα. Οι μικρές πόλεις
πάντα προσφέρονται καλύτερα. Το
Πανεπιστήμιο είναι δίπλα στο χώρο του
παζαριού, οπότε οι συνάδελφοι απ όλη
την Ελλάδα κάναν και μια βόλτα προς τα
εκεί. Ψώνιζαν έως και μπρόκολα απ ένα συνάδελφο, ο οποίος συμπλήρωνε
το εισόδημά του έτσι. Η χαρά μας ήταν να
πέφτει κάποια γιορτή ή πρωτομαγιά,
Σάββατο, για να γίνει την Παρασκευή το
παζάρι, οπότε για λαχανικά περνούσαμε
πρωί πρωί πριν τη δουλειά και για ρούχα
ξεκόβαμε κανένα μισάωρο ενδιάμεσα.

Πάντα
πήγαινα εκεί για ψώνια, πολύ βιαστικά,
ο χρόνος ποτέ δεν ήταν αρκετός. Ενα
Σάββατο τι να πρωτοκάνει κανείς; Ομως
τώρα πια πηγαίνω με όλη μου την άνεση
και με τη φωτογραφική μηχανή. Πηγαίνω
κυρίως για πράγματα που δεν τα βρίσκεις
στα μανάβηκα. Αλλά και ρούχα και κουρτίνες και είδη προικός, σε μεγαλύτερη ποικιλία απ ότι στα μαγαζιά. Τον πρώτο καιρό που ήρθαν άνθρωποι από την Αρμενία, τη Ρωσσία, την Γεωργία, είχαν δικαίωμα να φέρουν και να πουλήσουν ολόκληρη οικοσκευή, οπότε τότε αγοράζαμε πανέμορφες πορσελάνες, εργαλεία, λινά υφάσματα, μουσικά όργανα,…


Μια τέτοια βόλτα σ’ αυτόν τον χώρο θα σας
δείξω εδώ.


Οπως βλέπεται ο κόσμος κατακλύζει και τους γυρω δρομους


Μπικινάκια σε όλα τα χρώματα, αλλά μόνο σε ένα μέγεθος :-[


Σαν αυτό το κλήτος που δεν βλέπεις την άκρη του, υπάρχουν άλλα πέντε.

Και σε πρώτο πλάνο κοσμήματα από ασήμι και ημιπολύτιμους λίθους.

Απ όλα τα βότατα


Μποξεράκια και σε μεγαλα μεγέθη :-) …εμείς δεν έχουμε δικαίωμα στο XL :-(

Σε όποιο σημείο της πόλης και αν εισαι, βλέπεις τα φιλικά βουνά μας!


Ωπ! βρήκα την κυρία με τα φρέσκα μυρωδικά… άγρια ρόκα, κάρδαμο!

Ας κάνω τις προμήθειές μου για όλη την εβδομάδα.

Το τελευταίο ματσάκι κάρδαμου; ευτυχώς πρόλαβα.

Ο μανιταροκαλλιεργητής μου

και μανιταροσυλλέκτης – σαν φυσικό σφουγγάρι είναι ένα μανιτάρι.

Εδώ διατίθεται και τρούφα κατόπιν παραγγελίας.

Γύρη – βασιλικός πολτός, όλα τα ενισχυτικά!

Μπα! τι είναι αυτά; Μουσταλευριά με καρύδι ή φουντούκι!

Ας εξοπλίσουμε και το σπιτικό μας. Ότι θέλεις πουλάει ο κύριος αυτός – όχι απαραίτητα πράγματα, ….μα τα μη απαραίτητα δίνουν χρώμα στο χώρο μας. Πω πω! τι τεράστιες καντήλες! Για το θεαθήναι…


Ας ζεστάνουμε τα ποδαράκια μας, μερα – νύχτα στον υπολογιστή. Τερλίκια για όλες τις ηλικίες, ακομα και για τα εγγονάκια σας!

Κουρτίνες

Πάτσγουόρκ – σκεπάσματα – στρωσίδια.

Τα ελεύθερα παιδιά πάντα βρίσκουν καποιο παιχνίδι. Εδω κάνουν τσουλίθρα!

Αντε και λίγη δουλειά να σφίξουν τα κορμιά μας, γιατί μέρα – νύχτα στον υπολογιστή, θα ψάχνουμε μετά για εσώρουχα XL, XXL, XXXL,….


Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Η τρίτη πατρίδα μου!

Γεννήθηκα στον
Κολινδρό (1η)

Μεγάλωσα και
φοίτησα σε όλες τις βαθμίδες της
εκπαίδευσης στη Θεσσαλονίκη (2η)

Δούλεψα, έκανα
οικογένεια και ζω στην Ξάνθη (3η).


Το πρώτο μου σπίτι στην Ξάνθη (το ισόγειο με τα πράσινα πατζούρια)


Λοιπόν φίλοι
μου όλοι φοβούνται την συνταξιοδότησή
τους. Σε άλλους δεν ακούγεται καλά η
λέξη “συνταξιούχος” ακόμα και αν η
δουλειά τους δεν παρουσιάζει πια κανένα
ενδιαφέρον, ακόμα και αν μπαίνουν –
βγαίνουν στο χώρο της δουλειάς και…
“καζανάκι δεν τραβάνε” που λέει και ο
Χάρρυ Κλυν. Άλλοι βλέπουν την συνταξιοδότηση
σαν τον προθάλαμο της αναχώρησής τους
απ την ζωή…

Πολλές φορές
έλεγα ότι όταν θα έχω δικαίωμα να φύγω
απ τη δουλειά (στα 42 λόγω μητρότητας) θα
το κάνω και θα ασχοληθώ επαγγελματικά
με τις τέχνες.

Η δουλειά όμως με τον
καιρό αποκτούσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον
και απ την άλλη η αβεβαιότητα και η
οικονομική ανάγκη με έκαναν να μην το
αποφασίσω ποτέ. Και καλά έκανα γιατί
δεν θα μπορούσα ποτέ να φτιάξω κάτι κατά
παραγγελίαν.

Έτσι ασχολήθηκα
με ότι αγαπώ, έξω κυρίως απ τη δουλειά
μου και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια
ψυχική ισορροπία (να λείπουν τα σχόλια).

…Και πέρασαν 30
χρόνια ΄σε μια δουλειά που ήταν πολλές
φορές ρουτίνα αλλά η συνεχής επικοινωνία
με νέα παιδιά που άλλαζαν κάθε λίγα
χρόνια μου άρεσε….

Και ενώ στα πρώτα
χρόνια (25 χρονών ήμουν τότε) οι φοιτητές
ήταν περίπου συνομήλικοί μου και καμιά
φορά με φλέρταραν :-) … ξαφνικά βλέπω ότι
οι φοιτητές μου θα μπορούσαν να είναι
παιδιά μου για να μην πω και εγγόνια
μου. Αφήστε που είδα τους πρώτους
φοιτητές μας να πατάνε τα 50, και δυστυχώς
για μερικούς έμαθα ότι δεν ζούνε πια.

Έτσι είπα φτάνει τόσο

Και να ‘μαι ελεύθερη από επαγγελματικές υποχρεώσεις, με παιδιά που μπορούν πια μόνα τους να σταθούν στα πόδια τους – όχι μόνοεπαγγελματικά। Και με όλο τον χρόνο δικό μου (εντάξει μου τον τρώνε οι γιατροί αλλά μένει και πολύς) Απολαμβάνω ακόμακαι αυτό βρε αδελφέ। Αράζω στα σαλόνια
των ιατρείων και ας με εξετάσουν όποτεθέλουν। Ούτε ο Καθηγητής θα ξινίσει τα μούτρα του, ούτε το παιδί θα σχολάσει
και θα με ψάχνει, ούτε το φαί θα καεί.
Άσε που μαλώνουμε με τον άντρα μου ποιοςθα μαγειρέψει αφού και εκείνος έχει όλοτον χρόνο δικό του!

Και εντάξει θαμου πείτε τι κάνω όλη μέρα। Ε! Αυτά που
έκανα με την ψυχή στο στόμα, τα κάνω
απολαμβάνοντάς τα. Αιώνια Σαββατοκύριακα…
σαν τις διακοπές που ήταν όλα χαρά και
τίποτα αγκαρία, γιατί άμα θέλω τα κάνω.
Και κυρίως ξέρετε τι κάνω; τουρισμό!
Αλλά τουρισμό
στην πόλη μου… ναι στην πόλη με τα χίλια
πρόσωπα. Ανεξάντλητη είναι, βγάζω
πανέμορφες φωτογραφίες. Και δεν ξέρω
τι να σας πρωτοδείξω και με τι κριτήριο
να τις επιλέξω.

Γι αυτό θα το
κάνω κατά ενότητες

Λέω να αρχίσω
με μια επίσκεψη στο σουπερ μαρκετ… γιά
να δούμε:

Ωπ! το απαραίτητο
καρότσι μου το παίρνω πάντα μαζί μου
και αποφεύγω όσο γίνεται τις πλαστικές
σακούλες


Βγαίνω απ’ την
είσοδο της πολυκατοικίας και προχωρώ
στην οδό Αϊδινίου


Εδω το παλικάρι
έχει ζωγραφίσει την αυλή του από εδώ
ξεκινάει την “εξέγερσή” του


Νεράντζια… εδώ
ακόμα δεν τα χρησιμοποιούν σαν επιθετικό
ή αμυντικό όπλο


Κέντρο ψυχικής
υγείας …μπα ποτέ δεν το είχα προσέξει
– αχρείαστο να είναι


Και ιδού τι θα
πει ιεροσυλία

Στη
θέση αυτής της εκκλησίας ήταν ένα
πανέμορφο εκκλησάκι. Γκρεμίσανε πολλές παλιές εκκλησίες της Ξάνθης και
κάνανε αυτά τα τερατουργήματα. Νομίζω
εδώ, οτι η ευθύνη του δεσπότη είναι
μεγάλη. Λες και δεν έχει οικόπεδα να
αγοράσουν. Αφού δεν σέβονται τα μνημεία
της θρησκείας τους, τι περιμένετε… και
να φανταστείτε οτι μετά από δύο οικοδομικά
τετράγωνα έχει χωράφια.

Και να
που έφθασα …εντάξει αυτά όλα ίδια
είναι.

Και για άλλα πράγματα έτσι λένε :-) αλλά ο καθένας το δικό του ξέρει


Αγοράζω
τον αγαπημένο μου καφέ και το κλασικό
χαρτί και επιστρέφω από άλλον δρόμο.

Υπάρχουν
ακόμα παραμυθένια σπιτάκια με γεράνια

και
μπουγάδες απλωμένες

Ολα αυτά
είναι σκηνές Ειρήνης! Κάθε φορά που
βλέπω τέτοιες εικόνες θυμάμαι το ποίημα
του Γιάννη Ρίτσου “Η ΕΙΡΗΝΗ”


Και το
μπακάλικο της γειτονιάς μου καλά κρατεί
αν και άλλαξε πρόσφατα ιδιοκτήτη. Αυτό
λειτουργεί και λίγο σαν καφενείο, όπου
ο καθένας πετάει το σχόλιό του για την
επικαιρότητα και κανείς δεν ακούει τους
άλλους.


Και το
σύνθημα στην είσοδο της πολυκατοικίας


Χαμογελάτε
λοιπόν

…αλλά
και ακούτε! Αφουγκραστείτε τις φωνές
των ανθρώπων.