Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Σύντομες μαγειρικές διαδρομές 1 - Σολωμός

Σολωμός μαγειρεμένος

στα παρεξηγημένα μικροκύματα.

Η τελευταία που αγόρασε φούρνο μικροκυμάτων στο ΔΠΘ είμαι σίγουρα εγώ. Άκουγα να λένε πόσο πρακτικός είναι. “Και τι κάνετε σ αυτόν”; ρωτούσα. Αποδείχτηκε οτι όλοι το μόνο που κάνανε ήταν να ζεσταίνουν το φαγητό το μεσημέρι, και το γάλα το πρωί. Πριν αγοράσω οτιδήποτε σκέφτομαι αν αξίζει το χώρο που θα διαθέσω. Ετσι δίσταζα, αλλά κάποτε αγόρασα και εγώ. Ε, λοιπόν το πόσο τον αξιοποίησα δεν μπορείτε να φανταστείτε.

Τα απαραίτητα σκεύη είναι μικρές κατσαρολίτσες πυρέξ με καπάκι. Σε μία τέτοια μικρή κατσαρολίτσα λοιπόν έκοψα ένα μεγάλο κρεμμύδι, έβαλα λίγο λαδάκι, αλάτι, πιπέρι και μια πρέζα απ το μείγμα μπαχαρικών που έχω για τα ψητά. Το σκέπασα και το έβαλα στα μικροκύματα για 5 λεπτά. Έτσι σοτάρεται το κρεμμύδι χωρίς αλλού να καίγεται και αλλού να μένει ωμό. Το έβγαλα, και με προσοχή άνοιξα το καπάκι, να μην μου έρθει ο ατμός στο πρόσωπο.

Βάζω μια ρίζα ψιλοκομμένη τζίντζερ

και λίγη ντομάτα ψιλοκομμένη (και κονσέρβα να είναι κανένα πρόβλημα) τα ανακατεύω τα σκεπάζω και πάλι τα βάζω για 5 λεπτά στα μικροκύματα.

Τώρα ήρθε η ώρα να βάλλω τον σολωμό που τον έχω αλατοπιπερώσει και αφού τον σκεπάσω με τη σάλτσα, βάζω το καπάκι και το ψήνω για άλλα πέντε λεπτά.

Το φαγάκι μας είναι έτοιμο, και πάρα πολύ νόστημο. Το απαραίτητο εδώ είναι το τζίντζερ… άλλη γεύση!!!

Το μυστικό μου: έχω πάντα τζίντζερ στην κατάψυξη. Το βγάζω και πριν ξεπαγώσει, ίσα ίσα να καθαρίζεται, το καθαρίζω και το ψιλοκόβω ή το τρίβω.

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Το πρώτο μου ταξίδι!

Το πρώτο μου ταξίδι!

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Απ το ψηλό το μπαλκόνι μας στο τριώροφο σπίτι του 19ου αιώνα, πάνω απ τις στέγες των άλλων σπιτιών, φαινόταν τις νύχτες τα φώτα της Θεσσαλονίκης. Στα παράθυρα φέγγανε αμυδρά οι γκαζόλαμπες. Σε πολύ λίγα σπίτια και στα μαγαζιά υπήρχαν και τα λουξ. Αυτά έδιναν ένα φως όχι κίτρινο, αλλά άσπρο σαν τις λάμπες φθορίου. Όταν λοιπόν είχε ξαστεριά, χαζεύαμε με τις ώρες τον ουρανό, όπου λόγω του σκοταδιού έλαμπαν πιο έντονα τα άστρα. Μα πέρα στον ορίζοντα, πέρα απ τον Θερμαϊκό κόλπο, ένας άλλος “ουρανός” ήταν απλωμένος πάνω στη γη. Ήταν η Θεσσαλονίκη, που την ονειρευόμασταν χωρίς πολλές ελπίδες να τη δούμε. Τότε σπάνια ταξίδευε ο κόσμος.

Μα μια αδιαθεσία μου και επειδή στον Κολινδρό υπήρχαν μόνο δυο γιατροί (ο Μερκούρης και ο Κουτρούμπας) που καμιά σχέση δεν είχαν με την παιδιατρική, η μαμά μου με πήρε και ταξιδέψαμε στην Θεσσαλονίκη. Πρέπει να ήμουν στην πρώτη τάξη του δημοτικού, γιατί στην Θεσσαλονίκη πήγαμε σε σχολίατρο, σε μια υπηρεσία που στεγαζόταν στην οδό Ικτίνου πιο κάτω απ την Αγία Σοφία. Εκεί κοντά στην Αγία Σοφία έμενε και η θεία μου με τον θείο μου. Αυτή την θεία την φωνάζαμε μαμάκα και τον θείο μπαμπά Βαγγέλη, γιατί έτσι ακούγαμε και τα ξαδέλφια μας να τους φωνάζουν, όταν έμεναν για λίγο στο τεράστιο σπίτι των παπούδων μας, το πατρικό μου σπίτι. Την μαμά μας την φωνάζαμε μάμα και τον μπαμπά μας, απλά μπαμπά. Έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να τους μπερδέψουμε. Θα πηγαίναμε λοιπόν με την μαμά μου στης μαμάκας το σπίτι.

Ξεκίνησε πρωί πρωί το λεωφορείο, και άρχισα να ζω στο όνειρο. Τα πάντα μου έκαναν εντύπωση. Με τόση ταχύτητα πρώτη φορά μετακινιόμουν. Ήξερα μόνο το αυτοσχέδιο καρότσι του αδελφού μου, είχα δοκιμάσει και τα καπούλια κάποιου γαϊδουριού, αλλά ούτε καν πίσω απ’ κάρα σκαρφάλωνα όπως κάνανε τα αγόρια. Απ τη θέση μου λοιπόν έβλεπα τα τηλεγραφόξυλα να περνάνε με καταπληκτική ταχύτητα. Ρεύμα δεν υπήρχε στον Κολινδρό, τηλέφωνο δεν υπήρχε, ήταν μάλλον η επαφή του στρατόπεδου με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν ξέρω πόσο κράτησε το ταξίδι, περάσαμε και τόσες πολλές γέφυρες, και σε κάθε μία έπρεπε να περιμένουμε να περάσουν τα αυτοκίνητα που ερχόταν απ την αντίθετη κατεύθυνση. Στη γέφυρα του Αξιού υπήρχε φανάρι για να ρυθμίζει την κυκλοφορία. Δεν χωρούσαν δύο αυτοκίνητα να περάσουν συγχρόνως. Και βέβαια δεν υπήρχε η τωρινή εθνική οδός, αλλά ο δρόμος πήγαινε μέσω Γιδά (σημερινή Αλεξάνδρεια).

Κάποτε μπήκαμε στην πόλη της Θεσσαλονίκης και έβλεπα στα μπαλκόνια τις γυναίκες. Καμιά σχέση με τις δικές μας θείες. Όλες τις γυναίκες εκτός απ τις δασκάλες και τις καθηγήτριες τις λέγαμε θείες. Στον Κολινδρό οι γυναίκες όταν χάνανε κάποιον δικό τους βάφανε μαύρα τα ρούχα. Και επειδή το πένθος κρατούσε συνήθως τρία χρόνια, από κάποια ηλικία και μετά σχεδόν πάντα φορούσαν μαύρα. Και αν κάποια γυναίκα έχανε τον άντρα της, φορούσε μαύρο τσεμπέρι για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Έτσι οι γυναίκες ήταν λεπτές, μαυροφορεμένες και με κότσο τα μαλλιά, ή ρολό όπως τα είχε η μαμά μου. Ε, λοιπόν στη Θεσσαλονίκη, οι γυναίκες ήταν παχουλές, με περμανάντ τα μαλλιά και εμπριμέ ρόμπες. Καθόταν στα μπαλκόνια και χάζευαν. Πράγμα απαράδεκτο για τις Κολινδρινές που όπως έλεγε η μαμά ήταν αδιανόητο και μεγάλη ντροπή να μην απασχολούν με κάτι τα χέρια τους ακόμα και όταν δεν είχαν δουλειές. Κατεβήκαμε στο πρακτορείο, στην περιοχή της πλατείας Αντιγονιδών, και μας περίμενε ο μπαμπάς Βαγγέλης. Πήγαμε στο σπίτι τους, στην οδό Aγίας Σοφίας!!! Τι να να σας πω τώρα, τα Ηλύσια πεδία αν πάω τώρα λιγότερη εντύπωση θα μου κάνουν. Το σπίτι ήταν στον 5ο όροφο, και έβλεπε σχεδόν απέναντι απ την πλατεία Αγίας Σοφίας και το άγαλμα του Γρηγορίου του 5ου. Ξέρετε τον πατριάρχη που αφόρισε τον Ρήγα Φερραίο και την ελληνική μας επανάσταση και έγινε αργότερα “άγιος”. Αυτή η πολυκατοικία είχε ψηλοτάβανα σπίτια, και εσωτερικά στο κέντρο όπου οι σύγχρονες έχουν ασανσέρ, είχε ένα τετράγωνο κενό. Από εκεί κατέβαζε το καλάθι η μαμάκα και ο μπαμπάς ο Βαγγέλης έβαζε τα ψώνια, και τα τραβούσαν επάνω για να μην χρειάζεται να ανεβοκατεβαίνουν συνέχεια. Το άλλο πρωί, πήγαμε στον γιατρό, και το μόνο που θυμάμαι ξέρετε τι είναι; Το καλοριφέρ! Είχαμε σόμπες στο σπίτι μας, και την ζέστη την αισθανόμασταν αλλά βλέπαμε και τη φωτιά και καταλαβαίναμε τι γίνεται. Μα ένα φαρδύ σώμα καλοριφέρ να εκπέμπει ζέστη χωρίς να βλέπω καθόλου φωτιά, ήταν για μένα ένα θαύμα! Δεν τολμούσα καν να ρωτήσω, ντρεπόμουν. Τελικά δεν πρέπει να είχα πρόβλημα υγείας, γιατί φύγαμε από εκεί και ούτε καν φάρμακα χρειάστηκε να πάρω. Και την άλλη μέρα το ταξίδι της επιστροφής. Την μαμά την περίμενε η μεγάλη μας οικογένεια και εμένα το σχολείο. Αγοράσαμε και κουλούρια και ξεκινήσαμε. Μόνο που εμείς δεν τα κουβαλούσαμε περασμένα σε σχοινί, όπως συνήθιζαν όλοι οι ταξιδιώτες απ τη Θεσσαλονίκη. Ναι έτσι γινόταν, τα στρογγυλά σουσαμένια κουλούρια, διέσχιζαν την Θεσσαλονίκη, ταξίδευαν εκτεθειμένα ως τον Κολινδρό και έκαναν και μια περασάδα απ το κέντρο του Κολινδρού. Και τα παιδιά να μακαρίζουν όσους είχαν επισκέπτες απ τη Θεσσαλονίκη. Απ το γυρισμό, εκείνο που θυμάμαι είναι η στάση στον Αξιό. Η γέφυρα είχε φανάρι, που μόλις άναψε κόκκινο. Έπρεπε λοιπόν να φύγει και το τελευταίο αυτοκίνητο, να αρχίσουν να έρχονται από απέναντι, να περάσουν όλα και τότε να ξεκινήσουμε εμείς. Μα αυτό ήταν σαν γιορτή. Γιατί οι πλανόδιοι πωλητές πουλούσαν σουβλάκια και γκαζόζες. Ένα ξυλάκι με χοιρινό σουβλάκι που μοσχομύριζε λίπος και ρίγανη και στην άκρη είχε καρφωμένη μια φέτα ψωμί. Και μια γκαζόζα ΕΨΑ σε μπουκάλι με μπίλια! Έδωσα στη μαμά να κρατάει το σουβλάκι και εγώ ρουφούσα με το καλαμάκι τη γκαζόζα. Υπέροχα γλυκιά και συγχρόνως ξινή, άφηνε στην γλώσσα μου χιλιάδες φουσκαλίτσες που έσκαγαν και με ανατρίχιαζαν… Μα, αλίμονο άναψε πράσινο και ο πωλητής δεν διακινδύνευε να χάσει τα μπουκάλια, γι αυτό τα μάζευε ένα ένα βιαστικά. Και δεν τον ένοιαζε αν εσύ είχες πιει μόνο τη μισή γκαζόζα. Μου πήρε λοιπόν το μπουκάλι και έμεινα με το καλαμάκι στο στόμα να ρουφάω το καυσαέριο του προηγούμενου φορτηγού. Αυτό ήταν το κορυφαίο γεγονός εκείνου του πρώτου μου ταξιδιού.

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Κίτρινες μαργαρίτες!

Κίτρινες μαργαρίτες

ή

αγκινάρες Ιερουσαλήμ



Αυτή την εποχή, όπου να πάτε βόλτα στην εξοχή θα συναντήσετε αυτές τις κίτρινες μαργαρίτες.

Έχουν ένα απαλό ευγενικό άρωμα, που μας θυμίζει τα παιδικά μας χρόνια. Ήταν πάντοτε το αγαπημένο μου λουλούδι. Μα απ ότι φαίνεται θα γίνει και το αγαπημένο μου λαχανικό.

Ξεπατώστε μια ρίζα, χωρίς τύψεις, μια που πολλαπλασιάζονται πολύ εύκολα. Θα δείτε τις ρίζες να αναπτύσσονται οριζόντια, και σε μερικά σημεία να είναι διογκωμένες. Αυτές οι μικρούλες πατατούλες πρέπει να γίνουν σαν μικρές γλυκοπατάτες. Γι αυτό θα περιμένετε να μαραθούν τα λουλούδια, και να ξεραθούν οι βλαστοί. Σε ένα μήνα θα πάτε πάλι να τις βρείτε, να θυμάστε τον δρόμο. Στο κάτω κάτω βάλτε σημάδια και σημειώστε, ή ρίξτε κάτι τέλος πάντων στο δρόμο. Στην ανάγκη ζωγραφίστε με σπρέι βέλη. Τότε θα έχουν μεγαλώσει οι κόνδυλοι και θα είναι έτοιμοι για μάζεμα. Τότε θα τα ξαναπούμε.

Για την ώρα μπορείτε να δείτε εδώ

Εγώ πάντως τις άφησα να πολλαπλασιαστούν στον κήπο μου, και δεν χρειάζεται να ψάχνω σε βουνά και σε λαγκάδια। Όπως μου είπε ένας φίλος, στη Σουηδία είναι το πιο ακριβό λαχανικό, γιατί κρατάει λίγες μέρες. Δεν είναι σαν τις πατάτες ή τις γλυκοπατάτες, δεν αποθηκεύεται. Οπότε με περιμένει δουλειά: συγκομιδή, καθάρισμα, κονσερβοποίηση.

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Φθινοπωρινή Κυριακή!

Μ α ζ ε ύ ο ν τ α ς --- Κ ρ ί τ α μ α

ΤηνΚυριακή, είπαμε να πάμε στη θάλασσα, πριν χαλάσει πολύ ο καιρός। Όχι δεν είμαι χειμερινή κολυμβήτρια। Αλλά η βόλτα στη θάλασσα ήταν υπέροχη। Και δεν ήταν απλή βόλτα। Για κοιτάξτε συγκομιδή! Κρίταμα!

Μπορεί να μην είμαι πολύ των καλλιεργειών, αλλά αξιοποιώ όσο γίνεται καλύτερα ότι βρίσκω στη φύση। Είπα τα μαζέψω μερικά να κάνω κανένα μεζέ, αλλά αυτά που μάζεψα για να φαγωθούν θέλουν ένα ρακοκάζανο τσίπουρο. Οπότε αποφάσισα να τα κάνω κονσέρβες. Γέμισα με αυτά τα καθαρά μου βάζα, έβαλα περίπου ως το 1/3 ξύδι, και λίγο σκόρδο, και τα γέμισα ως επάνω με νερό.

Τα καπάκια τα είχα σε ζεστό νερό, για να μαλακώσουν τα λάστιχα, και να εφαρμόσουν καλύτερα.

Τα βάζω σε βαθύ ταψί και τα σκεπάζω.


Βάζω και δυο πόντους περίπου ζεστό νερό και τα βάζω στην πρώτη θέση του φούρνου. Επιλέγω την λειτουργία με αέρα στους 150 βαθμούς.

Σε 35 λεπτά περίπου αρχίζουν να σχηματίζονται φυσαλίδες.



Κατεβάζω τον θερμοστάτη στους 100 βαθμούς και αφήνω για μία ώρα περίπου να σχηματίζονται φυσαλίδες. Σβήνω τον φούρνο και αφήνω εκεί τα βάζα να κρυώσουν.

Έτοιμα, τους φόρεσα και φουστάνια έτσι για ομορφιά μόνο, έβαλα και ετικέτες για να μην τα μπερδέψω με άλλες κονσέρβες που ελπίζω να κάνω, και έτοιμα.


Όμως κράτησα και μια ποσότητα να κάνω κανέναν μεζέ για τον Espectador για να συνοδεύσει τα ρεβίθια φούρνου που κάνει υπέροχα. Αυτό ήταν πιο απλό. Τα έβρασα 10 λεπτά, τα έβαλα σε ένα σκεύος με λίγο σκόρδο και πολύ ξύδι, έβαλα και λίγο λαδάκι, και μπήκαν στο ψυγείο. Αύριο θα είναι ένας υπέροχος μεζές! (Προσοχή καθόλου αλάτι, γιατί έχουν απ’ τη φύση τους)