Το πρώτο μου ταξίδι!
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Απ το ψηλό το μπαλκόνι μας στο τριώροφο σπίτι του 19ου αιώνα, πάνω απ τις στέγες των άλλων σπιτιών, φαινόταν τις νύχτες τα φώτα της Θεσσαλονίκης. Στα παράθυρα φέγγανε αμυδρά οι γκαζόλαμπες. Σε πολύ λίγα σπίτια και στα μαγαζιά υπήρχαν και τα λουξ. Αυτά έδιναν ένα φως όχι κίτρινο, αλλά άσπρο σαν τις λάμπες φθορίου. Όταν λοιπόν είχε ξαστεριά, χαζεύαμε με τις ώρες τον ουρανό, όπου λόγω του σκοταδιού έλαμπαν πιο έντονα τα άστρα. Μα πέρα στον ορίζοντα, πέρα απ τον Θερμαϊκό κόλπο, ένας άλλος “ουρανός” ήταν απλωμένος πάνω στη γη. Ήταν η Θεσσαλονίκη, που την ονειρευόμασταν χωρίς πολλές ελπίδες να τη δούμε. Τότε σπάνια ταξίδευε ο κόσμος.
Μα μια αδιαθεσία μου και επειδή στον Κολινδρό υπήρχαν μόνο δυο γιατροί (ο Μερκούρης και ο Κουτρούμπας) που καμιά σχέση δεν είχαν με την παιδιατρική, η μαμά μου με πήρε και ταξιδέψαμε στην Θεσσαλονίκη. Πρέπει να ήμουν στην πρώτη τάξη του δημοτικού, γιατί στην Θεσσαλονίκη πήγαμε σε σχολίατρο, σε μια υπηρεσία που στεγαζόταν στην οδό Ικτίνου πιο κάτω απ την Αγία Σοφία. Εκεί κοντά στην Αγία Σοφία έμενε και η θεία μου με τον θείο μου. Αυτή την θεία την φωνάζαμε μαμάκα και τον θείο μπαμπά Βαγγέλη, γιατί έτσι ακούγαμε και τα ξαδέλφια μας να τους φωνάζουν, όταν έμεναν για λίγο στο τεράστιο σπίτι των παπούδων μας, το πατρικό μου σπίτι. Την μαμά μας την φωνάζαμε μάμα και τον μπαμπά μας, απλά μπαμπά. Έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να τους μπερδέψουμε. Θα πηγαίναμε λοιπόν με την μαμά μου στης μαμάκας το σπίτι.
Ξεκίνησε πρωί πρωί το λεωφορείο, και άρχισα να ζω στο όνειρο. Τα πάντα μου έκαναν εντύπωση. Με τόση ταχύτητα πρώτη φορά μετακινιόμουν. Ήξερα μόνο το αυτοσχέδιο καρότσι του αδελφού μου, είχα δοκιμάσει και τα καπούλια κάποιου γαϊδουριού, αλλά ούτε καν πίσω απ’ κάρα σκαρφάλωνα όπως κάνανε τα αγόρια. Απ τη θέση μου λοιπόν έβλεπα τα τηλεγραφόξυλα να περνάνε με καταπληκτική ταχύτητα. Ρεύμα δεν υπήρχε στον Κολινδρό, τηλέφωνο δεν υπήρχε, ήταν μάλλον η επαφή του στρατόπεδου με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν ξέρω πόσο κράτησε το ταξίδι, περάσαμε και τόσες πολλές γέφυρες, και σε κάθε μία έπρεπε να περιμένουμε να περάσουν τα αυτοκίνητα που ερχόταν απ την αντίθετη κατεύθυνση. Στη γέφυρα του Αξιού υπήρχε φανάρι για να ρυθμίζει την κυκλοφορία. Δεν χωρούσαν δύο αυτοκίνητα να περάσουν συγχρόνως. Και βέβαια δεν υπήρχε η τωρινή εθνική οδός, αλλά ο δρόμος πήγαινε μέσω Γιδά (σημερινή Αλεξάνδρεια).
Κάποτε μπήκαμε στην πόλη της Θεσσαλονίκης και έβλεπα στα μπαλκόνια τις γυναίκες. Καμιά σχέση με τις δικές μας θείες. Όλες τις γυναίκες εκτός απ τις δασκάλες και τις καθηγήτριες τις λέγαμε θείες. Στον Κολινδρό οι γυναίκες όταν χάνανε κάποιον δικό τους βάφανε μαύρα τα ρούχα. Και επειδή το πένθος κρατούσε συνήθως τρία χρόνια, από κάποια ηλικία και μετά σχεδόν πάντα φορούσαν μαύρα. Και αν κάποια γυναίκα έχανε τον άντρα της, φορούσε μαύρο τσεμπέρι για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Έτσι οι γυναίκες ήταν λεπτές, μαυροφορεμένες και με κότσο τα μαλλιά, ή ρολό όπως τα είχε η μαμά μου. Ε, λοιπόν στη Θεσσαλονίκη, οι γυναίκες ήταν παχουλές, με περμανάντ τα μαλλιά και εμπριμέ ρόμπες. Καθόταν στα μπαλκόνια και χάζευαν. Πράγμα απαράδεκτο για τις Κολινδρινές που όπως έλεγε η μαμά ήταν αδιανόητο και μεγάλη ντροπή να μην απασχολούν με κάτι τα χέρια τους ακόμα και όταν δεν είχαν δουλειές. Κατεβήκαμε στο πρακτορείο, στην περιοχή της πλατείας Αντιγονιδών, και μας περίμενε ο μπαμπάς Βαγγέλης. Πήγαμε στο σπίτι τους, στην οδό Aγίας Σοφίας!!! Τι να να σας πω τώρα, τα Ηλύσια πεδία αν πάω τώρα λιγότερη εντύπωση θα μου κάνουν. Το σπίτι ήταν στον 5ο όροφο, και έβλεπε σχεδόν απέναντι απ την πλατεία Αγίας Σοφίας και το άγαλμα του Γρηγορίου του 5ου. Ξέρετε τον πατριάρχη που αφόρισε τον Ρήγα Φερραίο και την ελληνική μας επανάσταση και έγινε αργότερα “άγιος”. Αυτή η πολυκατοικία είχε ψηλοτάβανα σπίτια, και εσωτερικά στο κέντρο όπου οι σύγχρονες έχουν ασανσέρ, είχε ένα τετράγωνο κενό. Από εκεί κατέβαζε το καλάθι η μαμάκα και ο μπαμπάς ο Βαγγέλης έβαζε τα ψώνια, και τα τραβούσαν επάνω για να μην χρειάζεται να ανεβοκατεβαίνουν συνέχεια. Το άλλο πρωί, πήγαμε στον γιατρό, και το μόνο που θυμάμαι ξέρετε τι είναι; Το καλοριφέρ! Είχαμε σόμπες στο σπίτι μας, και την ζέστη την αισθανόμασταν αλλά βλέπαμε και τη φωτιά και καταλαβαίναμε τι γίνεται. Μα ένα φαρδύ σώμα καλοριφέρ να εκπέμπει ζέστη χωρίς να βλέπω καθόλου φωτιά, ήταν για μένα ένα θαύμα! Δεν τολμούσα καν να ρωτήσω, ντρεπόμουν. Τελικά δεν πρέπει να είχα πρόβλημα υγείας, γιατί φύγαμε από εκεί και ούτε καν φάρμακα χρειάστηκε να πάρω. Και την άλλη μέρα το ταξίδι της επιστροφής. Την μαμά την περίμενε η μεγάλη μας οικογένεια και εμένα το σχολείο. Αγοράσαμε και κουλούρια και ξεκινήσαμε. Μόνο που εμείς δεν τα κουβαλούσαμε περασμένα σε σχοινί, όπως συνήθιζαν όλοι οι ταξιδιώτες απ τη Θεσσαλονίκη. Ναι έτσι γινόταν, τα στρογγυλά σουσαμένια κουλούρια, διέσχιζαν την Θεσσαλονίκη, ταξίδευαν εκτεθειμένα ως τον Κολινδρό και έκαναν και μια περασάδα απ το κέντρο του Κολινδρού. Και τα παιδιά να μακαρίζουν όσους είχαν επισκέπτες απ τη Θεσσαλονίκη. Απ το γυρισμό, εκείνο που θυμάμαι είναι η στάση στον Αξιό. Η γέφυρα είχε φανάρι, που μόλις άναψε κόκκινο. Έπρεπε λοιπόν να φύγει και το τελευταίο αυτοκίνητο, να αρχίσουν να έρχονται από απέναντι, να περάσουν όλα και τότε να ξεκινήσουμε εμείς. Μα αυτό ήταν σαν γιορτή. Γιατί οι πλανόδιοι πωλητές πουλούσαν σουβλάκια και γκαζόζες. Ένα ξυλάκι με χοιρινό σουβλάκι που μοσχομύριζε λίπος και ρίγανη και στην άκρη είχε καρφωμένη μια φέτα ψωμί. Και μια γκαζόζα ΕΨΑ σε μπουκάλι με μπίλια! Έδωσα στη μαμά να κρατάει το σουβλάκι και εγώ ρουφούσα με το καλαμάκι τη γκαζόζα. Υπέροχα γλυκιά και συγχρόνως ξινή, άφηνε στην γλώσσα μου χιλιάδες φουσκαλίτσες που έσκαγαν και με ανατρίχιαζαν… Μα, αλίμονο άναψε πράσινο και ο πωλητής δεν διακινδύνευε να χάσει τα μπουκάλια, γι αυτό τα μάζευε ένα ένα βιαστικά. Και δεν τον ένοιαζε αν εσύ είχες πιει μόνο τη μισή γκαζόζα. Μου πήρε λοιπόν το μπουκάλι και έμεινα με το καλαμάκι στο στόμα να ρουφάω το καυσαέριο του προηγούμενου φορτηγού. Αυτό ήταν το κορυφαίο γεγονός εκείνου του πρώτου μου ταξιδιού.
Υπέροχο αφήγημα και πολύ συγκινητικό!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου θύμησε τα δικά μου παιδικά ταξίδια,
πλιν όμως εγώ δεν έχω το χάρισμα να τα εξιστορήσω.
Περιμένουμε κι άλλα...
Χαίρομαι που αυτή η ανάρτηση είναι εδώ,
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρώτα σου γράφω και μετά θα διαβάσω.
Πιστεύω να είναι η Κασάνδρου πλακόστρωτη μέσα εδώ. Αλλιώς να το γράψεις στο επόμενο.
Πάω να διαβάσω.
Τι όμορφη περιγραφή, τόσο παραστατική!!!!
Μέχρι και την γκαζόζα γεύτηκα, χαχα.
Ξέρω ότι έχει συνέχεια...
Περιμένουμε.
Φιλιά θαλασσένια.
Frezia αν τα γράφεις όπως τα θυμάσαι σίγουρα θα είναι αληθινά και ενδιαφέροντα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου Θαλασσένια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι για την Κασάνδρου και για άλλους δρόμους θα γράφω. Είναι οι "δρόμοι" της χωής μου.
Ε, μα ακόμα εδώ την έχω τη γκαζόζα... στην άκρη της γλώσσας
Πρεπει να σχολιάσω τα πάντα,γιατί το θαυμα το έζησα όπως ακριβώς το περιγράφεις,αλλά το σχόλιο θα μου βγει αναρτηση!Μια απορία μόνο,οδηγός του λεωφορείου ήταν ο...Τιμολέων;:))
ΑπάντησηΔιαγραφήΧάρηκα μέχρι την τελευταία λέξη όσα έγραψες. Πόσο ωραία η αφήγησή σου! παραστατικότατη, γεμάτη ζωντάνια. Άλλοι καιροί, πιο δύσκολοι, πιο απλοί, ίσως σε πολλά πιο ανθρώπινοι, έξω από την πολυτέλεια του περιττού και του πομπώδους, που κυριαρχούν στις μέρες μας. Να είσαι καλά.
ΑπάντησηΔιαγραφήVad, αφού δεν είχαμε άλλον οδηγό, μάλλον ο Τιμολέων θα ήταν :-) Εσύ τουλάχιστον την ήπιες όλη την γκαζόζα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι alla logia, τα παιδιά "μυρίζουν χορτασιές" όπως λέγαμε στο χωριό μας, και τα έχουν όλα δεδομένα. Αλλά φταίμε εμείς γι αυτό γιατί τους τα προσφέρουμε πριν τα επιθυμίσουν. Τους στερούμε έτσι μεγάλο μέρος της χαράς και της απόλαυσης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή σας μέρα φίλοι, είναι και αργία σήμερα!
Πολύ ωραίο το κείμενο σου
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία περιγραφή!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε έκανε να ανοίξω το κουτάκι με τις αναμνήσεις!
Το ξανάκλεισα όμως αμέσως, για να μην αρχίσω να γράφω...
Και, όπως λέει και ο φίλτατος VAD, να μη σχολιάσω τα επί μέρους.
Μόνο θα πω ότι "εκείνη" την γέφυρα του Αξιού, την πέρασα και είχα τον παππού και την γιαγιά να σπρώχνουν το πρώτο μου αυτοκίνητο, που δεν έπερνε μπρός. Τραγικές στιγμές!
Καλή σου μέρα!
Ευχαριστώ "Κολινδρινέ Καλλιτέχνη" μ ενδιαφέρουν οι τέχνες, θα χαρώ να γνωρίσω λοιπόν τις δημιουργίες σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔύσπιστε, όλοι έχουν μια εμπειρία τελικά από εκείνη την στενή και μεγάλη γέφυρα. Φαντάζομαι όμως το άγχος σου πάνω στη γέφυρα και να σου τα ρίχνουν οι επαγγελματίες οδηγοί...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε ρωτάς αν ειχα λεφτά για λεμονάδα;:)))
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντως για σουβλακια Χαλκηδόνας ειχα:)))
Πάντως φίλοι μου, ποτέ δεν ξαναέφαγα τόσο νόστημο σουβλάκι!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλα να δεις,ισως θυμηθείς κάτι...
ΑπάντησηΔιαγραφή