Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Σύγκλιση γονιδίων!

Ο Κόλιας γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στο Σουχούμι της Απχαζίας. Τελείωσε Ρωσικό Γυμνάσιο και το 1922 με την ανταλλαγή, ήρθε στην Ελλάδα.

Το κέντρο υποδοχής προσφύγων ήταν ένας λασπότοπος έξω απ τη Θεσσαλονίκη, Καλαμαριά με το όνομα σήμερα. Άθλιες οι συνθήκες διαβίωσης και πολλοί δεν άντεξαν, μεταξύ των οποίων και ο αδελφός του Κόλια, λεπτός και “άψητος” όπως ήταν, πέθανε από ηλίαση. Μέχρι τη δεκαετία του -60, οι νέοι για να κατέβουν στη Θεσσαλονίκη, είχαν μαζί τους τα καλά τα παπούτσια. Πηγαίναν με τις γαλότσες μέχρι τη στάση του λεωφορείου, τις κρύβανε κάτω απ τα καφάσια του μανάβη, και φορούσαν τα καλά τους. Στο γυρισμό, αλλάζαν πάλι, φορούσαν τις γαλότσες και με τα παπούτσια στο χέρι πηγαίναν στα σπίτια τους.

Από την Καλαμαριά, τους πρόσφυγες τους στέλναν σε περιοχές που είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι, και με ένα μικρό κλήρο που έπαιρναν, προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Η οικογένεια του Κόλια, πήγε στα Κομνηνά Ξάνθης, δίπλα στη Σταυρούπολη. Απ τους πιο μορφωμένους αλλά και τους πιο δραστήριους, της περιοχής, έγινε και δήμαρχος της Σταυρούπολης, και πρωτοπόρος του συνεταιριστικού κινήματος. Δεν εξαργύρωσε όμως ποτέ αυτές τις υπηρεσίες του, αντίθετα με τον φίλο του και συμπατριώτη του, που το 1964 διορίστηκε υπουργικός Γεωργίας. Επί πλέον στις χοροεσπερίδες που οργάγωνε στα Κομνηνά και στην Σταυρούπολη, έπαιζε και βιολί, και έδινε τα παραγγέλματα στα γαλλικά. Ακόμα κάποιοι παλιοί κάτοικοι θυμούνται αυτές τις βραδιές.

Η Σόνια, αγαπημένη κόρη ενός συνταγματάρχη του τσαρικού στρατού, εγκατέλειψε νύχτα με την οικογένειά της το πατρικό σπίτι, στη Ρωσία παιδούλα ακόμα, μετά την Οκτωβριανή επανάσταση. Ένα κτήμα που δεν έφτανε μια μέρα με το άλογο να το γυρίσεις, και ένα σπίτι με τεράστιες αποθήκες γεμάτες τρόφιμα για τους βαρείς ρωσικούς χειμώνες, θα μείνουν χαραγμένα στη μνήμη της, ως το τέλος της ζωής της. Πήγαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο πατέρας εργαζόταν σαν θυρωρός, και με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922, πέρασε με προσωρινό διαβατήριο στην Ελλάδα, σε ηλικία 13 χρονών.

Στα 18 της, ο πατέρας την πάντρεψε με τον Κόλια, 12 χρόνια μεγαλύτερό της. Παρ όλη την διαφορά ηλικίας πήρε τα ηνία του σπιτιού.

Ο μικρός μισθός του συνεταιρισμού χρειαζόταν πολύ καλή διαχείριση για τις ανάγκες της οικογένειας που κάποτε έφτασε να είναι οκταμελής. Άσε που πολλές φορές αντί για τον μισθό, της έφερνε κάποια προϊόντα που τους δίναν έναντι. Κάποτε ο Κόλιας έφερε στο σπίτι ένα ραδιόφωνο Τομσον και μαζευόταν όλη η γειτονιά να ακούσει. Αυτό έγινε όταν πια η οικογένειά τους, είχε μετακομίσει στην Ξάνθη. Η Σόνια ήταν το συμπλήρωμα του Κόλια. Διστακτικός και ευαίσθητος εκείνος, αποφασιστική και σκληρή εκείνη. Κάποια Χριστούγεννα του έδωσε το μαχαίρι να πάει να σφάξει τη γαλοπούλα που τάϊζε πολύ καιρό και την είχε στην πίσω αυλή του μικρού τους σπιτιού. Περίμενε πολύ ώρα μα ούτε ο άντρας της φαινόταν, ούτε η γαλοπούλα. Στέλνει τότε τον μεγάλο γιο, να δει γιατί αργεί ο πατέρας. Εκείνος πήγε στην αυλή, αλλά παρ’ όλο που πέρασε η ώρα δεν φάνηκε πίσω. Περιμένει η Σόνια, περιμένει…. Στέλνει τον μικρό γιο. Εν τω μεταξύ όλα τα υλικά έτοιμα για να μαγειρέψει, αλλά πουθενά γαλοπούλα. Τρέχει τότε θυμωμένη, και τους βρίσκει όλους να χαϊδεύουν τη γαλοπούλα. Αγανακτισμένη αρπάζει το μαχαίρι και …. χρατς, αυτό ήταν.

Ο Δημήτρης το τέταρτο παιδί μιας από τις πιο πλούσιες οικογένειας του Κολινδρού, γεννήθηκε το 1907.

Οταν μεγάλωσε, θέλησε να πάει για σπουδές σε μια γεωπονική σχολή που λειτουργούσε τότε στην Αγιά Λαρίσης, με οικοτροφείο. Μα η μαμά του το θεώρησε απαράδεκτο να ξενιτευτεί το παιδί, τότε μόνο οι φτωχοί ξενιτεύονταν, της είχε φύγει και ο μεγάλος γιος της στην Αμερική! Οπότε έμεινε στον Κολινδρό, έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη, λίγο όμως την εξάσκησε. Παράλληλα ,το μαντολίνο, τα βιβλία και οι θεατρικές παραστάσεις ήταν οι ενασχολήσεις του, μέχρι το γάμο του, και αρκετά μετά. Μετά από σχεδόν 15 χρόνια γάμου αναγκάστηκε να βάλει και εκείνος καπνό, και να δουλέψει με την οικογένειά του για μερικές χρονιές. Στην δεκαετία του 60, με τέσσερα παιδιά πια, κατάλαβε ότι για τα παιδιά το μέλλον ήταν στην Θεσσαλονίκη, και έτσι αφού πούλησε μέρος της περιουσίας του, μετακόμισε, όπως και πολλές άλλες οικογένειες.

Στον Κολινδρό γεννήθηκε και η Πολυτίμη το 1912, το 6ο απ τα εννιά παιδιά του Κώτσου και της Αθηνάς.

Ο πατέρας της, καλλιεργημένος, ιεροψάλτης, μα κυρίως τεχνίτης τσαγκάρης, δεν ήθελε τα πέντε κορίτσια του να ταλαιπωρηθούν όπως η γυναίκα του με τόσο πολλά παιδιά, γι αυτό δεν ήθελε να τις παντρέψει μικρές. Αυτόν τον οικογενειακό προγραμματισμό ήξερε. Έξυπνος και αρχοντικός μόνο τον σεβασμό των γύρω του ενέπνεε. Η εικόνα του με το μακρύ νυχτικό (δεν φορούσαν τότε πιτζάμες) τον σκούφο, και το λυχνάρι να ανεβοκατεβαίνει την ξύλινη σκάλα, έχει μείνει στις καρδιές των 25 εγγονιών του. Την Κυριακή άφηνε επάνω στο τζάκι στη σειρά ένα δεκάρικο, ένα τάλιρο και ένα δίφραγκο, που ήταν το χαρτζιλίκι για τους γιους, ανάλογα με την ηλικία τους, τον Σωτήρη, τον Λάκη και τον Αντώνη. Μα ο Αντώνης πήγαινε κρυφά και άλλαζε τη σειρά, έβαζε στο κέντρο το δίφραγκο και τελευταίο το τάλιρο. Ετσι ο Λάκης πάντα βιαστικός και απονήρευτος έπαιρνε το πιο μικρό νόμισμα. Στον Κολινδρό κατέβαιναν απ τα γύρω χωριά για να ψωνίσουν και για να παραγγείλουν παπούτσια. Μα τα καινούρια παπούτσια έπρεπε να τρίζουν όταν τα παλικάρια στη βόλτα ήθελαν να κινήσουν το ενδιαφέρον των κοριτσιών. Ο Κώτσος είχε αφήσει να διαρρεύσει ότι έβαζε τσόφλια από αβγά στο εσωτερικό των παπουτσιών, μα εκείνος έβαζε απλά δυο φόδρες καλή με καλή και σε κάθε βήμα που τριβόταν μεταξύ τους, έτριζαν. Έτσι οι πελάτες του έφερναν και μερικά αβγά πάντα για τα παιδιά, με την σιγουριά οτι θα βάλει τσόφλια και στα παπούτσια, για να εντυπωσιάσουν στο χωριό τους. Η Πολυτίμη αγαπήθηκε με τον Δημητράκη και στα 27 της χρόνια, μεγάλη για τα δεδομένα της εποχής, παντρεύτηκε.


Ο Σόλων,

το τέταρτο παιδί του Κόλια και της Σόνιας γεννήθηκε όταν πια η μεγάλη κόρη άρχισε να γαμπρίζει.

Έτσι του έμεινε η εντύπωση από μικρό παιδί οτι ήταν περιττός. Η αδελφή του στα 17 της χρόνια παντρεύτηκε με ένα χωροφύλακα, που τον έπαυσαν απ την υπηρεσία του, γιατί η νύφη δεν ήταν από οικογένεια των δικών τους προδιαγραφών και επί πλέον δεν είχε τα απαραίτητα μετρητά για προίκα. Γρήγορα έκανε και ένα κοριτσάκι και έτσι θείος και ανιψιά μεγάλωσαν σχεδόν μαζί. Έτσι η οικογένεια έφτασε να είναι οκταμελής και να ζει απ τον μισθό του Κόλια. Το 1961, όταν πια παντρεύτηκαν και τα δυο κορίτσια της οικογένειας, και φύγαν απ το σπίτι, οι γονείς με τα δυο αγόρια μετακόμισαν στην Θεσσαλονίκη. Εκεί ο Σόλων φοίτησε στο γυμνάσιο, και λίγο στο πανεπιστήμιο, αλλά όταν δημιουργήθηκε το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης ξαναγύρισε στην Ξάνθη, και…. περίμενε.


Το τέταρτο παιδί τουΔημητράκη και της Πολυτίμης, η Αθηνά

αν και γεννήθηκε σε δύσκολη εποχή, ήταν το χαϊδεμένο τους।

Έζησε τα μαθητικά και τα σπουδαστικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη, ασχολήθηκε με πολλά πράγματα και τελικά με την ίδρυση του ΔΠΘ πήγε στην Ξάνθη, όπου στο επαγγελματικό της περιβάλλον συνάντησε τον Σόλωνα. Δραστηριοποιημένοι και οι ίδιο στο συνδικαλιστικό τους όργανο, πρόεδρος του συλλόγου η Αθηνά, γραμματέας ο Σόλων, ήταν αναγκασμένοι να συναντιούνται συχνά για υπογραφές στα πρακτικά και τα έγγραφα του συλλόγου. Το αποτέλεσμα ήταν η συμβίωση 32 χρόνων, και δυο παιδιά!.

Τα παιδιά μας, αγαπάνε τα βιβλία και την μουσική σαν τους παππούδες, πήραν τον αλτρουισμό της γιαγιάς Πολυτίμης, την αποφασιστικότητα της γιαγιάς Σοφίας, την περιέργεια για κάθε τι καινούριο της μαμάς τους και την συνέπεια στα πιστεύω τους, του πατέρα τους. Η κορούλα μας είναι η μόνη σε όλη την Ελλάδα που δεν ορκίστηκε όταν πήρε το πτυχίο της. “Δεν είμαι υποχρεωμένη να ορκιστώ, και δεν θα ορκιστώ” τους είπε.

Και εμείς τα παρακολουθούμε με αγάπη, μακριά τους γεωγραφικά μα τόσο κοντά τους, χάρη στην “αγία” τεχνολογία.

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Ξάνθη: Η 3η πατρίδα μου (μέρος 5ο)

Πολιτισμικό μωσαϊκό


Η μικρούλα
Ξάνθη, όπως και όλη η Ελλάδα έμελλε να
γίνει μια μητρόπολη του κόσμου. Σε
πολλούς φαίνεται παράξενο, ίσως και
ενοχλητικό, κινδυνεύει λέει η καθαρότητα
της φυλής… Ποιά καθαρότητα αλήθεια;
Θυμάστε το έργο του Δημ. Βυζάντιου
“Βαβυλωνία”; Εκεί έχουμε τον Ανατολίτη,
τον λογιώτατο, τον Χίο, τον Πελοποννήσιο,
τον Αλβανό, τον Κρητικό, τον αστυνόμο,
τον Κύπριο, τον γιατρό. Μιλούν όλοι
“ελληνικά” αλλά κανείς δεν καταλαβαίνει
τους υπόλοιπους.

Στην Ιστορία
της Ελλάδας μα και όλων των χωρών των Βαλκανίων, υπήρξαν
πολλές πολυπολιτισμικές εποχές. Θα αναφέρω μόνο τη
Θεσσαλονίκη στα τέλη του 19ου και αρχές
του 20ου αιώνα, που φιλοξενούσε Έλληνες
Χριστιανούς, Τούρκους, Εβραίους
Σεφαραδίτες, Αρμένιους, Βούλγαρους,
Σέρβους, Αλβανούς, Βλάχους, με πολλές
διαφοροποιήσεις, εθνολογικές, θρησκευτικές
και σε διάφορες επιμειξίες.. (ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,
ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ,
Mark Mazower).

Από την Ελλάδα πέρασαν επίσης Καταλανοί (ας το ψάξουμε λίγο), Ιταλοί, Γερμανοί, ….


Οταν ήρθα
στην Ξάνθη, υπήρχαν Ελληνες Χριστιανοί,
τουρκόφωνοι Μουσουλμάνοι, σλαβόφωνοι
Πομάκοι, Τουρκόγυφτοι, Γραικόγυφτοι,
Αρμένιοι…

Στην Παλιά
Ξάνθη βλέπουμε τζαμί


απέναντι
σε παρεκκλήσι,


και τον
πρώην κινηματογράφο ΟΛΥΜΠΙΑ που στεγάζει το παιχνίδι Μποουλινγκ

…απέναντι
στο εργαστήριο του φίλου μου Δημήτρη
Σταθόπουλου με τις πανέμορφες ακουαρέλες
του, όπου μπήκα να πω Καλημέρα και μου έφτιαξε σοκολάτα για να ξεκουραστώ.


Και λίγο
πιο πέρα το Υπουργείο Εξωτερικών που
στεγάζεται σε ένα πανέμορφο κτίριο,
πρώην Κέντρο Τέχνης!


Λίγο πιο
πάνω μικρά σπιτάκια και τι σύμπτωση όταν
έκανα τη βόλτα μου, είδα τον κύριο που
επιβλέπει το κρέας για το κουρμπάνι



εκεί κοντά


και σε
απόσταση 100 μέτρων



Και ανάμεσα σε σπιτάκια και σπίτια, βλέπουμε και "παλάτια"



Σε όλους
αυτούς τους κατοίκους που συμβιώνουν αρμονικά,
προστέθηκαν συνάνθρωποί μας από Ρωσία,
Αρμενία, Γεωργία, Ρουμανία, Βουλγαρία,
Αλβανία. Τα πάρκα που ήταν κάποτε
σκουπιδότοποι και ελεύθερα ουρητήρια,
τώρα σφύζουν από ζωή και δημιουργία. Το
πρωί άντρες ηλικιωμένοι, αποφεύγοντας
την μπόχα του καφενείου, ίσως και για
οικονομικούς λόγους, παίζουν τάβλι,
σκάκι, χαρτιά, συζητάνε. Θυμάμαι μια όμορφη
σκηνή, ένα καλοκαιρινό σούρουπο, με
πολλούς άντρες γύρω από μια σκακιέρα
που παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον και
χωρίς να ακούγεται το παραμικρό παρά
μόνον η φωνή ενός άντρα που με στόμφο
διάβαζε ποιήματα.

Και ξέρετε τι κάνουν;
Εχει ο καθένας την καρέκλα του και το
βράδυ τις αραδιάζουν έτσι όμορφα και
κανείς δεν τις πειράζει.


Το απόγευμα
είναι σειρά των γιαγιάδων με τα εγγονάκια
να κατακλύσουν τα πάρκα, όπως και τα
μεγαλύτερα παιδιά που παίζουν μπάλα,
και τα γεμίζουν ζωή.

Και ενώ
από την μια έρχεται τόσος κόσμος, που
τους υποσχέθηκαν οτι σε κάθε ζευγάρι ο
ένας τουλάχιστον θα έχει δουλειά, από
την άλλη οι στυλοβάτες της κοινωνίας
μας οι επενδυτές βιομήχανοι, και καλοί
“πατριώτες” μεταφέρουν τα εργοστάσια
στην Βουλγαρία. Ετσι λοιπόν, τους
ομογενείς μας εξ ανατολών, τους τάξανε
λαγούς με πετραχήλια, τους δώσανε και
δάνεια ή οικόπεδα σε περιοχές σαν την
Ξάνθη, τους ψιλοπιέζουν και να βαπτιστούν (ποιός μίλησε για προσηλυτισμό ή εκβιασμό) για να αλλάξουν την αναλογία
μεταξύ των θρησκειών, τους καλλιεργούν
και ένα ρατσισμό, και αντί να πάμε
μπροστά, πάμε πίσω.

Όμως η γοητεία δεν
παύει να υπάρχει, παρ’ όλα τα προβλήματα.
Έτσι βλέπουμε κάποιες γυναίκες, με μια
εμφάνιση και μία συμπεριφορά σαν να
ξέφυγαν από μυθιστόρημα του Τολστόι.
Φαίνεται στον τρόπο που μιλούν, στον
τρόπο που φοράνε το καπέλο, στον τρόπο
που φοράνε τα γάντια. Και από την άλλη
κάποιες αυθεντικές πόντιες γυναίκες
ξεχωρίζουν με την προφορά τους και με τα αδρά χαρακτηριστικά τους.

Στη Θράκη, εκτός
από την εκπαίδευση και τις άλλες δημόσιες
υπηρεσίες, μόνο κάποια μικρομάγαζα
ξεφυτρώνουν και εξαφανίζονται σε
μερικούς μήνες. Και ξέρετε ποιοι φωνάζουν
περισσότερο; οι μαγαζάτορες που δουλεύουν
με κέρδος 500% και βάλε… Βέβαια υπάρχουν πάρα πολλά φαγάδικα, καφε, στέκια νεολαίας και οχι μονο.

Αλλά ας μην αρχίσω
τη γκρίνια, μια και είμαι από τη φύση
μου αισιόδοξο άτομο.

Χαίρομαι να ακούω
τη Ντόμα απ’ τη Γεωργία να μιλάει με τον άντρα μου, για το Σουχούμι της Απχαζίας, από
όπου ήρθε και ο πατέρας του το 1922. Χαίρομαι
να ακούω τους μύθους της Αρμενίας από
την Χριστίνα, με άντρα ποντιακής
καταγωγής που ήρθε με τα παιδιά της και
τα εγγόνια της όταν μαίνονταν ο πόλεμος
στην πατρίδα τους. Μου χάρισε και αυτό
το ανάγλυφο με την κοπέλα που κρατάει
φωτιά για να τη βρει ο καλός της που
έρχεται κολυμπώντας. Είναι παραλλαγή
του μύθου του Λέανδρου και του κρυφού
του έρωτα για την Ηρώ. Βλέπουμε πανάρχαιους μύθους να διασώζονται από πολλούς λαούς σε διαφορετικές εκδοχές.


Στην Ξανθη όπου ζω, υπάρχουν πολλά μικτά ζευγάρια τωρα πια, πράγμα ίσως αδιανόητο για την εποχή που ήρθα. Τα νέα παιδιά που μεγαλώνουν μαζί, που παίζουν μαζί, που σπουδάζουν μαζί, είναι φυσικό και να ερωτεύονται. Οι προκαταλήψεις δυστυχώς χώρισαν πολλά ζευγαρια στο παρελθόν, μα σιγα σιγα ξεπερνιέται αυτό.

Ας αφήσουμε λέω εγώ, τη φύση να κάνει τις επιλογές της. Ξέρει τι κάνει! βρίσκει τρόπο να βελτιώνει τα είδη! Είναι γνωστά τα αποτελέσματα των γάμων μεταξύ "γαλαζοαίματων" (αιμοφιλία κτλ), ξέρουμε και τα αποτελέσματα των γάμων σε κλειστές κοινωνίες. Στην Ισλανδία π.χ. λόγω της απομόνωσης και φυσικά των γάμων μεταξύ συγγενών έμουμε διαδεδομένες ορισμένες αρώστιες. Και στη Σαμοθράκη λένε οτι όλοι είναι συγγενείς μεταξύ τους.

Και ένα συμβάν στο παζάρι Ξάνθης: Μια φορά κοιτούσα κάποια αντρικά μπουφάν και ρώτησα την κυρία που τα πουλούσε αν πηγαίνει και στην Αλεξανδρούπολη, γιατί ενδιαφέρεται η φίλη μου. ΝΑΙ, μου λέει, αλλά που να με βρει που με έριξαν μέσα στους Ρώσους; Και η κυρία ήταν τσιγγάνα!


Ας διατηρήσουμε την καθαρότητα του μυαλού μας πάνω απ ‘ολα…

….διαύγεια πνεύματος!

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Η 3η πατρίδα μου (μέρος 4ο)

Άρωμα καπνού


Στην
προσχολική μου ηλικία και μέχρι τα εννιά
μου χρόνια, για τρεις συνεχόμενες χρονιές
βάζαμε και εμείς καπνό όπως όλες σχεδόν
οι οικογένειες στον Κολινδρό. Για μια
οικογένεια που πάντα είχε τον τρόπο της
και ξαφνικά έμεινε χωρίς άλλους πόρους,
δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ετσι κάθε χρόνο το
καλοκαίρι θυμάμαι, ο μπαμπάς μου με τη
βοήθεια του θείου μου, φτιάχναν ένα σπιτάκι από ξύλα στη μέση ενός χωραφιού και μέναμε εκεί για μερικούς μήνες του
καλοκαιριού. Η στέγη ήταν από λαμαρίνες
και οι τρύπες που υπήρχαν βούλωναν με
μιλούρα (η μαυρίλα που άφηνε ο καπνός
στα χέρια)। Η επίπλωση ήταν δύο
αυτοσχέδια ξύλινα κρεββάτια
όπου κοιμόμασταν τα τέσσερα αδέλφια
και η μαμά μας, και ενα αλουμινένιο
ντιβάνι, σχεδόν στην είσοδο της καλύβας
όπου κοιμόταν ο μπαμπάς. Να σας πω την
αλήθεια δεν θυμάμαι που ακριβώς κοιμόταν
η μαμά, ποτέ δεν προέβλεπε για τον εαυτό
της τίποτα. Πρώτα όλοι οι άλλοι. Ασε που
δεν βλέπαμε καν αν είχε χρόνο να κοιμηθεί.
Από σκεύη, τα μόνα που θυμάμαι είναι
ένα γυάλινο μπουκάλι που πήγαινα εγώ
να το γεμίσω κάθε λίγο στην κοντινή πηγή
και μερικά εμαγιέ κατσαρόλια (σαν τις
σημερινές κούπες) για να πίνουμε νερό.
Τα σκεύη της κουζίνας και ο καθημερινός
αγώνας με αυτά, ήταν δουλειά της μαμάς
που τα φρόντιζε και τα προστάτευε από
σκόνη και απ τα ζωηρά παιδιά της, γι αυτό
και δεν θυμάμαι τίποτα από αυτά.. Ημουν
η πιο μικρή και χαϊδεμένη και δεν δούλεψα
ποτέ. Τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, στην
εφηβεία. Και είχαν το μεγαλύτερο όγκο
της δουλειάς. Καρύκια (φυτώρια), φυτεία,
πότισμα, σπάσιμο, μπούρλιασμα (πέρασμα
με βελόνες σε ράμματα), άπλωμα στον ήλιο
και στο τέλος του καλοκαιριού ερχόταν
μια μηχανή να κάνει το καπνό δέματα.


Λιάστρες που ακόμα και τώρα χρησιμοποιούνται από καπνοκαλλλιεργητές

(Παλιά φωτογραφία από το Μαγικό Ξάνθης)

Εκεί στο χωράφι λοιπόν γινόταν όλα, με ότι μέσα
διαθέτανε. Και θα πρέπει να ήταν πάρα
πολύ δύσκολο αν σκεφτούμε οτι το σπίτι
μας, ήταν κλασσικό μακεδονίτικο αρχοντικό,
δυόροφο με δέκα δωμάτια μοιρασμένα σε
δυο οικογένειες.

Και
από εισόδημα; όταν πουλούσαν το καπνό,
και αν ο εκτιμητής δεν το έβγαζε εν τω
μεταξύ σκάρτο, και πέρνανε κάποιο ποσό,
με το ζόρι έφτανε να καλύψει τα βερεσέδια
όλου του χρόνου, και να αγοράσει η μαμά
λίγα μέτρα έτοιμη δαντελένια κουρτίνα
που μόλις τότε βγήκε, και ότι άλλο
χρειαζόταν για να μας έχει εμάς άψογα!

Εκείνα
τα χρόνια προσπαθούσαμε τα εξασφαλίσουμε
διάφορα κουτιά από τσιγάρα. Το πάνω
μέρος τους το χρησιμοποιούσαμε για να
παίζουμε ένα παιχνίδι με κάρτες, και
την ανάποδη του σκληρού κουτιού, για να
σχεδιάζουμε, να κάνουμε τρύπες με την
καρφίτσα σε απόσταση 2 χιλιοστών περίπου
και να κεντάμε μετά περνώντας το βελόνι
απ’ αυτές τις τρύπες. Τα πιο σπάνια κουτιά
ήταν από τσιγάρα ΔΗΛΟΣ και Sante
που μας γοήτευε με την απελευθερωμένη
γυναίκα που εικονιζόταν σε αυτό

…και
ήρθε το 1961 και με την τεράστια εσωτερική
μετανάστευση πήγαμε στη Θεσσαλονίκη.
Αλλά τα καπνά δεν τα ξεχνούσα. Καθημερινά
άκουγα τη μαμά μας να λέει πόσο δύσκολα
ήταν.

Αλλά
και όποτε περνούσα απ’ την οδό Βασ.
Ηρακλείου, ένα μείγμα μυρωδιάς καπνού
και σοκολάτας έμενε στα ρουθούνια μου
για μέρες. Ήταν εκεί ένα καπνομάγαζο
και απέναντι το εργοστάσιο του Φλόκα…

Και στο σπίτι,
ο μπαμπάς να συμβουλεύει τα αγόρια να
μην καπνίσουν τουλάχιστον ώσπου να πάνε
στρατιώτες, και τελικά δεν κάπνισαν
ποτέ. Αλλά εμάς τα κορίτσια δεν μας
συμβούλεψε ποτέ, γι αυτό καπνίζαμε. Και
όταν καμιά φορά ερχόταν απ’ τη δουλειά
και του μύριζε το δικό μας τσιγάρο, μας
έλεγε "γιατί δεν ανοίγεται κανένα παράθυρο
να μην το καταλάβω;"

Είχαμε
και το πειραχτήρι τον ξάδελφό μας, φοιτητής τότε, που
καμιά φορά με έστελνε με μία δραχμή στο
περίπτερο και του αγόραζα 4 τσιγάρα
χύμα. Και άλλες φορές μας κερνούσε
τσιγάρο, και μετά έσερνε τα πόδια να
νομίζουμε οτι έρχεται η γιαγιά και το
σβήναμε άρον άρον…

…και
ήρθε το 1977, άνοιξα τα φτερά μου και πήγα
να δουλέψω στο καινούριο τότε Δημοκρίτειο
Πανεπιστήμιο, στην Ξάνθη.

Την
πρώτη μέρα που ήρθα γινόταν τα εγκαίνια
του Λαογραφικού Μουσείου της ΦΕΞ
(Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης).


Εκεί
είδα μερικά έργα τέχνης φτιαγμένα από
πολύ μικρά φύλλα καπνού και κάποιες
αναφορές στην ιστορία του. Εχουν γραφτεί
πολλά σχετικά βιβλία για την ιστορία
του καπνού σε Ξάνθη και Καβάλα. Ολη η
πρωτοπορία που εργατικού κινήματος
ήταν καπνεργάτες. Μα αλίμονο, κανένας
σεβασμός σ αυτήν την ιστορία. Στην Ξάνθη
όταν ήρθα, μία περιοχή ήταν όλο τεράστια
κτίρια πρώην καπνομάγαζα – καπναποθήκες,
στο κέντρο σχεδόν της πόλης.



Και
κολλητά σε αυτά ωραιότατα σπίτια,
φτιαγμένα με απίστευτο μεράκι.

Τα
πιο πολλά έμειναν έτσι στο έλεος του
χρόνου, και της “ιδιωτικής πρωτοβουλίας”
διαλύθηκαν ή κάηκαν. Πολλά χάσκουν με
τα τζάμια σπασμένα και τους ισόγειους
χώρους σκουπιδότοπους. Μερικά όμως
σώθηκαν όπως αυτά που στεγάζουν την
Ακαδημία Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης

την
Υπερνομαρχία, και το ΚΑΠΗ
του Δήμου Ξανθης


Κάτι
άλλο που θυμάμαι επίσης, είναι κάποια
καλοκαιρινά βράδια, όταν μετά από
ολονύκτιες συζητήσεις στην πλατεία της
Ξάνθης, αποφασίζαμε να πάμε για ύπνο.
Μόλις κάπως δρόσιζε, θυμόμασταν ότι
στις επτά έπρεπε να ξυπνήσουμε για να
πάμε στη δουλειά, και επομένως να
κοιμηθούμε. Τότε στην απόλυτη ησυχία
της μικρής μας πόλης, ακουγόταν κάποια
κάρα, με ολόκληρες οικογένειες επάνω, που πηγαίναν για
σπάσιμο καπνού.

Η
μυρωδιά του καπνού μου έρχεται στα
ρουθούνια και τώρα ακόμα πολλά βράδια
του καλοκαιριού. Στο χωριό που μένουμε
το καλοκαίρι, κοντά στο σπιτάκι μας,
καλλιεργούν καπνό και τα βράδια οταν
έχει ζέστη, υγρασία και νοτιά, το άρωμα
του φρέσκου καπνού μπαίνει απ το παράθυρό
μου, μαζί με το τραγούδι του γρύλου, και
μου ξυπνάει παιδικές μνήμες.

Στην Ξάνθη, στο βουνό και στον κάμπο, εξακολουθούν να καλλιεργούν καπνά. Στο βουνό οι πομάκοι, και στον κάμπο οι τούρκοι, τα δουλεύουν μόνοι τους. Ομως στον κάμπο επίσης κάθε καλοκαίρι κατασκηνώνουν οικογένειες τσιγγάνων και αναλαμβάνουν τη δουλεία, στα καπνοχώραφα αυτών που διαθέτουν πολλά στρέματα. Εδώ υπάρχει το συνεταιριστικό εργοστάσιο ΣΕΚΑΠ που απορροφά όλη τη σοδειά, αλλά από όσο ξέρω έχει μόνιμο πρόβλημα επιβίωσης….

Λένε
οτι κ
άποιο
μυστήριο υπάρχει στα καπνοτόπια. Ο
συνδυασμός των κλιματολογικών αλλαγών,
ήλιου και υγρασίας, το φτωχό χώμα, οι
εργασίες της μεγάλης υπομονής και
επιμέλειας των καπνοπαραγωγών, η αργή
ζύμωση δίνουν την ευγενέστερη, την πιο
υγιεινή ποικιλία, τις μικρόφυλλες
γευστικές και αρωματικές ποικιλίες.
Από
αυτά τα ανατολικά

καπνά ο καπνός της Μακεδονίας και της
Ξάνθης (ιδιαίτερα της Χρύσας και της
Μορσίνης)
υπερείχε
πάντα.

Την
μυρωδιά λοιπόν του φρέσκου αλλά και του
αποξηραμένου καπνού όποτε την συναντήσω
την αναπνέω με απόλαυση, συνοδεύει τη
ζωή μου εδώ και πενήντα σχεδόν χρόνια…όμως δεν καπνίζω εδώ και 32 χρόνια και την καπνίλα που έχει εμποτίσει
τα σπίτια, τα ρούχα, τα βιβλία, τα μαλλιά
των νέων ανθρώπων… δεν την αντέχω :-)

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Η τρίτη πατριδα μου (Μέρος 3ο)


Η περίφημη "μπάρα"


Είμαστε στο καλοκαίρι του 1977. Ένας
φίλος γιατρός έκανε το αγροτικό του,
στα πομακοχώρια της Ξάνθης. Προς τιμήν
του γιατρού λοιπόν, ένας χωριανός έσφαξε ουλάκι
(μικρό κατσικάκι) και τον κάλεσε. Και
κείνος πήρε μαζί του τον ξάδελφό του
και εμένα που ήμουν νίοφερτη στην Ξάνθη
να πάμε παρέα.

"Αύριο
πρωί, μου λέει, να πας στην αστυνομία να
βγάλεις άδεια”.

"Ορίστε;"

Και
όμως φίλοι μου στον δρόμο απ την Ξάνθη
προς το βορρά μετά από οκτώ χιλιόμετρα
ο δρόμος χωρίζεται. Αριστερά αν πας,
κατευθύνεσαι προς Σταυρούπουλη – Δράμα.
Δεξιά όμως στην αρχή του δρόμου για
Εχίνο και άλλα μικρά χωριά, υπήρχε
στρατιωτικό φυλάκιο με την περίφημη
“μπάρα” και για να περάσεις χρειαζόταν
ειδική άδεια απ την αστυνομία. Επιτηρούμενη
ζώνη! ήταν όλη η ορεινή περιοχή στα σύνορα
με την Βουλγαρία
και
στην οποία βρίσκεται το σύνολο σχεδόν
των χωριών των Πομάκων
!
Αυτή η μπάρα καταργήθηκε όταν Υπουργός
Άμυνας ήταν ο Γεράσιμος Αρσένης. Το
βράδυ μετά από ορισμένη ώρα δεν επιτρεπόταν
η είσοδος και η έξοδος και υπήρχαν
περιπτώσεις ετοιμόγεννες γυναίκες που
κινδύνευε και η ζωή τους ακόμα να μην
μπορούν να κατεβούν στην Ξάνθη…

Πήγα
λοιπόν και εγώ πρωί πρωί στην αστυνομία,
βγάζω άδεια, και το απόγευμα συναντιώμαστε,
και με το κατσαριδάκι του Πάρι ξεκινάμε.
Ενας απίστευτα στενός δρόμος! Στροφές,
λακούβες, χώμα, χαλίκι, άσφαλτος, το ένα
διαδέχονταν το άλλο χωρίς προειδοποίηση,
χωρίς σήμανση. Κάποτε φτάσαμε στη Μύκη,
το χωριό όπου ήταν το αγροτικό ιατρείο,
και καθίσαμε να πιούμε καφέ. Μία εικόνα
που θύμιζε δεκαετία του 50, με ότι νοσταλγικό αλλά και μίζερο σημαίνει αυτό. Πολλά
παιδάκια παίζανε δίπλα στον μικρό
χείμαρρο που διέσχιζε το χωριό. Και ένα
πανέμορφο τζαμί που θαρρείς και μπήκε
ένθετο από άλλη εικόνα. Με πολύ όμορφα
χρώματα και διακοσμήσεις. Έβγαλα τα
παπούτσια και μπήκα… εντυπωσιακό! σαν
να ήμουν αλλού.

Φεύγοντας
απ το χωριό πρόσεξα ένα εκκλησάκι!

"Μα
καλά,
ρωτάω, έχει και χριστιανούς το
χωριό;
"

"Οχι"

?????

Και
έτσι έμαθα οτι σε όλα τα πομακοχώρια
έχει και εκκλησάκια που κτίστηκαν επί
χούντας και ας μην υπάρχει ούτε ένας
χριστιανός (μάλλον σε μερικά υπάρχει ένας χωροφύλακας)

Το
σούρουπο φτάσαμε στον Κένταυρο όπου
ήταν καλεσμένος ο φίλος μας. Πάμε λοιπόν
σε ένα μαγαζάκι απίστευτο. Ούτε στις
παλιές ελληνικές ταινίες είχα δει κάτι
τέτοιο. Ολα σε ένα. Μπακάλικο, καφενείο,
χειροκίνητο τηλεφωνικό κέντρο,
ψιλικατζίδικο… Μερικά ράφια στρωμένα
με ξεθωριασμένα εμπριμέ χαρτιά,
φιλοξενούσαν τσιγάρα, ρύζι, κονσέρβες,
Τ
ide,
από
δυο τρία κομμάτια. Μια αυτοσχέδια
ξυλόσομπα στη μέση (πρώην βαρέλι) και δυο τρία τραπεζάκια
με τις αντίστοιχες καρέκλες, συμπλήρωναν
τον εξοπλισμό. Μία μικρή πόρτα και ένα
μεγαλούτσικο παράθυρο με αλλεπάλληλες
στρώσεις λαδομπογιάς που δεν ήξερες
πιο ήταν το αρχικό και πιο το τελικό
χρώμα. Είχε νυχτώσει βέβαια και όπως
γυρνάω το βλέμμα μου στο παράθυρο,
αντικρίζω μια εικόνα που δεν θα την
ξεχάσω ποτέ. Στα σκοτεινά τζάμια της πόρτας και
του παράθυρου ήταν κολλημένα πρόσωπα
με τα μάτια ορθάνοιχτα να με παρακολουθούν.
Μικρά παιδάκια και γυναίκες έβλεπαν το
μοναδικό θέαμα μιας κοπέλας με μίνι
φουστίτσα, να τρώει και να πίνει μόνη
της με μερικούς άντρες. Μια αεράτη και
άνετη Κολινδρινή - θεσσαλονικιά, που προκαλούσε τα
σχόλια ακόμα και του πανεπιστημιακού
κύκλου με την αντικομφορμιστική της
συμπεριφορά, σε έναν άλλο κόσμο!

Καλά…
το ουλάκι που ήταν όλο για μας, ήταν
απίστευτα τρυφερό και νόστιμο. Και χωρίς
άλλα μπινελίκια παρά μόνον ψωμί και
ρετσίνα το τσακίσαμε. Και όταν επιστρέψαμε
στην Ξάνθη, αναρωτιόμουν ήταν αλήθεια
ή όνειρο όλα αυτά; Κρίμα όμως δεν υπάρχουν
φωτογραφίες να σας δείξω.

Η
μοναδική μας φωτογραφία σήμερα είναι
της μικρούλας που φοράει την χαρακτηριστική
στολή που την έχω δει μόνο στην Σμύνθη
και τη Μύκη. Ολες οι γυναίκες έχουν αυτή
τη φορεσιά για καλή. Ολες οι ποδιές είμαι
φτιαγμένες από αυτό το καρώ ύφασμα.

Τώρα
βέβαια δεν υπάρχει αυτό το κλίμα. Αν
πάτε ακόμα και στον Εχίνο που είναι μια
μικρή πόλη με τρία τεράστια τζαμιά και όπου
απαγορεύεται το αλκοόλ, θα δείτε τα
βράδια στον απόμερο δρόμο παλικάρια με
μηχανάκια να φιλιούνται με τα κορίτσια
τους. Όλα είναι φυσικά βέβαια, αλλά αυτό
που εγώ δεν μπορώ να βλέπω είναι η βρωμιά,
αποτέλεσμα της κατανάλωσης. Στο ποτάμι
που διασχίζει όλα αυτά τα χωριά θα δείτε
μέσα, κάθε είδους συσκευασία… κρίμα.

Και μία άλλη επίσκεψή μου στα πομακοχώρια θα μου μείνει αξέχαστη. Είμαστε και πάλι στον πρώτο χρόνο της εγκατάστασής μου στην Ξάνθη. Ηταν ένα ανοιξιάτικο σαββατοκύριακο, και ξεκινήσαμε με μια μεγάλη παρέα ξανθιωτών κυρίως, για τις Θέρμες. Είναι τρία χωριά με το ίδιο όνομα που οπως δείχνει το όνομά τους έχουν θερμά λουτρά. Μετά από εκεί είναι το τελευταίο χωριό η Μέδουσα. Κλείσαμε λοιπόν ενα σπίτι με ενοικιαζόμενα δωμάτια που στο ισόγειο είχε εστιατόριο. Αλλά όλα αυτά λειτουργούν μόνο το φθινόπωρο που έχουν επισκέπτες τα λουτρά. Έτσι πήραμε μαζί μας υλικά και μαγειρέψαμε στην κουζίνα του εστιατορίου. Μετά το φαγητό βγήκαμε τα πλύνουμε τα πιάτα έξω. Γύρω γύρω να υπάρχει ακόμα χιόνι, και από μια βρύση να τρέχει έτσι ελεύθερα ζεστό αχνιστό νερό!

Μα το μοναδικό θέαμα ήταν το βράδυ, όταν πήγαμε μια βόλτα με τα πόδια. Οι ελάχιστοι κάτοικοι του χωριού είχαν προ πολλού μαζευτεί στα σπίτια τους, και έτσι υπήρχε απόλυτη ερημιά, απόλυτη ησυχία. Ενας χωματόδρομος χωρίς φωτισμό, ένας πεντακάθαρος ξάστερος ουρανός και από παντού, όπως έτρεχαν ελεύθερα τα ζεστά νερά, να ανεβαίνουν υδρατμοί. Ενα θέαμα απόκοσμο και ονειρικό!

Από τότε πολλές φορές επισκεύτηκα τα πομακοχώρια, οποιος έρχεται στη Ξανθη θέλει μια επίσκεψη σ αυτά. Μα τωρα πια δεν εχει καμιά γοητεία, γιατί η μισή ανάπτυξη βοήθησε βεβαια τους ανθρωπους αλλα πρόσθεσε και στοιχεία εκφυλισμού…

Οι άνθρωποι πάντως διατηρούν έναν σεβασμό… σεβασμό στον πατέρα που του φιλούνε το χέρι, σεβασμό στον επισκέπτη, σεβασμό στις παραδόσεις…

…για μένα όμως αυτος ο "σεβασμός" είναι στοιχείο υπανάπτυξης γιατί ψηφίζουν ότι προστάξει ο πατέρας! ετσι σε προεκλογικές επισκέψεις στα χωριά αυτά, συκώνονται όλοι όρθιοι, χαιρετούν με χειραψία, κερνάνε τσάι, ακούνε με προσίλωση, και εκεί που φεύγεις με τη σιγουριά ότι υπάρχει ταυτότης απόψεων, την επόμενη Κυριακή παίρνεις μόνο την ψήφο του εκλογικού αντιπρόσωπου :-)


ΠΑΡΑΔΟΣΗ; σηκώνει μεγάλη συζήτηση, να ένα θέμα που θα άξιζε να το κουβεντιάσουμε…


Πρόσφατα πήγα μια βόλτα ως το "9ο"…. και ιδού πώς είναι σήμερα το σημείο αυτό



και δίπλα απ όλα αυτά περνάει το ποτάμι μας, ο Κόσυνθος!


Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Η τρίτη πατρίδα μου - 2ο μέρος

Μια βόλτα στο πασίγνωστο Παζάρι της Ξάνθης


Τοπαζάρι της Ξάνθης , λαϊκή αγορά όπως
λέτε στην υπόλοιπη Ελλάδα, είναι
φημισμένο για το μέγεθός του και για τον πλούτο του। Τα Σάββατα, την άνοιξη καιτο φθινόπωρο, πολλά πρακτορεία ταξιδίων
οργανώνουν εκδρομές σε συνδυασμό με
μια επίσκεψη σ’αυτό. Και δεν υπάρχει
κανείς εδώ που να μην κάνει ένα πέρασμα. Και από τα χωριά του βουνού κατεβαίνουν οι άνθρωποι για να ψωνίσουν και να διασκεδάσουν. Κάποτε έφερναν ξύλα απ το δάσος και τα αντάλλασαν με πράσα ή άλλα τρόφιμα που μπορούσαν να διατηρηθούν. Δεν υπήρχαν ψυγεία δεν υπήρχαν και τακτικές συγκοινωνίες. Ετσι για πολύ κόσμο ήταν ένα ταξίδι, όχι και τόσο εύκολο.

Στο χώρο αυτό υπήρχαν και δυο τρεις μικροί "οίκοι ανοχής", και ένα ταβερνάκι. Και μεσα στο παζάρι, θα βρειτε ακόμα να πουλάνε μπουγάτσα, λουκάνικα, γλειφιτζούρια κοκκοράκια, παγωμένα νερά και σαλέπι. Ετσι τα πάντα!!! μπορούσε να βρει ο επισκέπτης. Τον πρώτο καιρό απ τα ψηλά τα παραθύρια του πανεπιστημίου, όταν το κόκκινο φωτάκι του "σπιτιού" ήταν αναμμένο σχολιάζαμε κατα πόσο ήταν γρήγορος ο επισκέπτης του.

Εδώ ήταν και ένας αλευρόμυλος. Μια φορά, βλέπουμε κάποιον συνάδελφο να πλένει το αυτοκίνητο του Καθηγητή του, πρώην στρατιωτικού (του είχε μείνει η νοοτροπία). Μόλις τελειώνει, βγαίνει από μια τρύπα στον τείχο, ένα σύννεφο από αλεύρι, που κόλλησε επάνω στο βρεγμένο αυτοκίνητο. Ηταν λίγο μετά την μονιποποίησή μας, αλλά η εξάρτηση απ’ τους καθηγητές δεν μπορούσε να αποβληθεί εύκολα. Εξάρτηση και αξιοπρέπεια δύσκολα να συνυπάρξουν.

Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορείς
να το βρεις στο παζάρι. Από στοκ ακριβών ρούχων, με
κομμένες τις φίρμες βέβαια, έως ρούχα
μαϊμούδες με φίρμες παραπλήσιες διάσημων.
Ετσι είσαι πιο σίγουρος όταν το ρούχο
έχει κομμένη τη φίρμα.

Οταν στον κλάδο
μας αποφασίζαμε πού θα γίνει το επόμενο
Συνέδριο, οι μόνιμες προτάσεις ήταν η
Ξάνθη και τα Γιάννενα. Οι μικρές πόλεις
πάντα προσφέρονται καλύτερα. Το
Πανεπιστήμιο είναι δίπλα στο χώρο του
παζαριού, οπότε οι συνάδελφοι απ όλη
την Ελλάδα κάναν και μια βόλτα προς τα
εκεί. Ψώνιζαν έως και μπρόκολα απ ένα συνάδελφο, ο οποίος συμπλήρωνε
το εισόδημά του έτσι. Η χαρά μας ήταν να
πέφτει κάποια γιορτή ή πρωτομαγιά,
Σάββατο, για να γίνει την Παρασκευή το
παζάρι, οπότε για λαχανικά περνούσαμε
πρωί πρωί πριν τη δουλειά και για ρούχα
ξεκόβαμε κανένα μισάωρο ενδιάμεσα.

Πάντα
πήγαινα εκεί για ψώνια, πολύ βιαστικά,
ο χρόνος ποτέ δεν ήταν αρκετός. Ενα
Σάββατο τι να πρωτοκάνει κανείς; Ομως
τώρα πια πηγαίνω με όλη μου την άνεση
και με τη φωτογραφική μηχανή. Πηγαίνω
κυρίως για πράγματα που δεν τα βρίσκεις
στα μανάβηκα. Αλλά και ρούχα και κουρτίνες και είδη προικός, σε μεγαλύτερη ποικιλία απ ότι στα μαγαζιά. Τον πρώτο καιρό που ήρθαν άνθρωποι από την Αρμενία, τη Ρωσσία, την Γεωργία, είχαν δικαίωμα να φέρουν και να πουλήσουν ολόκληρη οικοσκευή, οπότε τότε αγοράζαμε πανέμορφες πορσελάνες, εργαλεία, λινά υφάσματα, μουσικά όργανα,…


Μια τέτοια βόλτα σ’ αυτόν τον χώρο θα σας
δείξω εδώ.


Οπως βλέπεται ο κόσμος κατακλύζει και τους γυρω δρομους


Μπικινάκια σε όλα τα χρώματα, αλλά μόνο σε ένα μέγεθος :-[


Σαν αυτό το κλήτος που δεν βλέπεις την άκρη του, υπάρχουν άλλα πέντε.

Και σε πρώτο πλάνο κοσμήματα από ασήμι και ημιπολύτιμους λίθους.

Απ όλα τα βότατα


Μποξεράκια και σε μεγαλα μεγέθη :-) …εμείς δεν έχουμε δικαίωμα στο XL :-(

Σε όποιο σημείο της πόλης και αν εισαι, βλέπεις τα φιλικά βουνά μας!


Ωπ! βρήκα την κυρία με τα φρέσκα μυρωδικά… άγρια ρόκα, κάρδαμο!

Ας κάνω τις προμήθειές μου για όλη την εβδομάδα.

Το τελευταίο ματσάκι κάρδαμου; ευτυχώς πρόλαβα.

Ο μανιταροκαλλιεργητής μου

και μανιταροσυλλέκτης – σαν φυσικό σφουγγάρι είναι ένα μανιτάρι.

Εδώ διατίθεται και τρούφα κατόπιν παραγγελίας.

Γύρη – βασιλικός πολτός, όλα τα ενισχυτικά!

Μπα! τι είναι αυτά; Μουσταλευριά με καρύδι ή φουντούκι!

Ας εξοπλίσουμε και το σπιτικό μας. Ότι θέλεις πουλάει ο κύριος αυτός – όχι απαραίτητα πράγματα, ….μα τα μη απαραίτητα δίνουν χρώμα στο χώρο μας. Πω πω! τι τεράστιες καντήλες! Για το θεαθήναι…


Ας ζεστάνουμε τα ποδαράκια μας, μερα – νύχτα στον υπολογιστή. Τερλίκια για όλες τις ηλικίες, ακομα και για τα εγγονάκια σας!

Κουρτίνες

Πάτσγουόρκ – σκεπάσματα – στρωσίδια.

Τα ελεύθερα παιδιά πάντα βρίσκουν καποιο παιχνίδι. Εδω κάνουν τσουλίθρα!

Αντε και λίγη δουλειά να σφίξουν τα κορμιά μας, γιατί μέρα – νύχτα στον υπολογιστή, θα ψάχνουμε μετά για εσώρουχα XL, XXL, XXXL,….